ἀφιλόσοφος

From LSJ
Revision as of 15:33, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόσοφος Medium diacritics: ἀφιλόσοφος Low diacritics: αφιλόσοφος Capitals: ΑΦΙΛΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: aphilósophos Transliteration B: aphilosophos Transliteration C: afilosofos Beta Code: a)filo/sofos

English (LSJ)

ἀφιλόσοφον, of persons,
A without taste for philosophy, one who does not love philosophy, Id.Sph.259e, Ph. Fr.35 H.; γένος Pl.Ti.73a; συγγραφεύς unphilosophical, Plb.12.25.6.
2 of conditions, unphilosophic, unphilosophic, δίαιτα Pl.Phdr.256c; ἀφιλόσοφος τήρησις S.E.M.11.165.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no inclinado a la filosofía de pers. ἄμουσος ... καὶ ἀ. Pl.Sph.259e, ἀ. καὶ ἀνάγωγος Plb.12.25.6, γένος Pl.Ti.73a, ἀφιλόσοφος καὶ ἰδιώτης Ph.Fr.35
fig. ignorante, poco reflexivo περὶ δὲ ἤθη ἀφιλόσοφος Hsch.H.Hom.17.1.29.
2 no filosófico, impropio de un filósofo de abstr. δίαιτα Pl.Phdr.256c, ὁμολογίαι Plu.2.464b, τήρησις S.E.M.11.165, οὐδὲν γάρ ἐστι τῶν καλουμένων φιλοσόφων ἀφιλοσοφώτερον = no hay nada menos filosófico que los llamados filósofos Ath.611d, ἀφιλόσοφα μεθοδεύοντες Eust.Op.257.92, cf. Porph.Plot.21.
II adv. ἀφιλοσόφως = sin inclinación por la filosofía ζῆν ἀφιλοσόφως Origenes Cels.2.17
de modo poco filosófico συντίθεμαι ἀφιλοσόφως εἰς τύπον μνησίκακον Eust.Op.107.41, cf. 109.28.

German (Pape)

[Seite 412] unphilosophisch, καὶ ἄμουσος Plat. Soph. 259 e; Tim. 75 a; Sp., Pol. 12, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n'a pas de goût pour la philosophie;
2 en parl. de choses qui ne convient pas à un philosophe ou pour l'étude de la philosophie.
Étymologie: , φιλόσοφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιλόσοφος: чуждый философии, нефилософский Plat., Polyb., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλόσοφος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἀγάπην πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, Πλάτ. Σοφ. 259Ε. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀκατάλληλος πρὸς τὴν φιλοσοφίαν, δίαιτα Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· γαστριμαργία ὁ αὐτ. Τίμ. 73Α· ἀφ. τήρησις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 165. - Ἐπίρρ. ἀφιλοσόφως, Ὠριγέν. κτλ.

Greek Monolingual

ἀφιλόσοφος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν αγαπά τη φιλοσοφία
2. (για καταστάσεις) ο ακατάλληλος για φιλοσοφία.

Greek Monotonic

ἀφῐλόσοφος: -ον, μη φιλοσοφικός, σε Πλάτ.