ἀνακτόριος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
α, ον,
A belonging to a lord or king, royal, ὕες Od.15.397.
II ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Hsch., Suid., v.l. in Hdt. 9.65.
2 = ξιφίον, Ps.-Dsc.4.20.
III ἀνακτόριος, ὁ, = ἀρτεμισία, Id.3.113.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I adj. del rey, real ὕεσσιν ἀνακτορίῃσιν Od.15.397.
II subst.
1 τὰ ἀνακτόρια = templo Eudoc.Cypr.1.228, Sud.
2 bot. τὸ ἀνακτόριον = gladiolo, Gladiolus segetum L., Ps.Dsc.4.20, Ps.Apul.Herb.79.17.
3 bot. ὁ ἀνακτόριος = ajenjo moruno, Artemisia arborescens L. o artemisia, hierba de San Juan, Artemisia vulgaris L., Ps.Dsc.3.113.
German (Pape)
[Seite 194] dem Herrscher gehörig, herrschaftlich, ὕες Od. 15, 397, vgl. Apoll. lex. Hom. u. Lehrs Aristarch. p. 156 sq.; ἀνακτόριον ἱερόν, v.l. für ἀνάκτορον, Her. 9, 65.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du roi, royal.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακτόριος: господский, хозяйский (ὕες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτόριος: -α, -ον, ὁ, ἀνήκων εἰς κύριον ἢ ἡγεμόνα, βασιλέα, ὕεσσιν ἀνακτ. Ὀδ. Ο. 397. ΙΙ. ἀνακτόριον, τό, = ἀνάκτορον, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἐν Ἡροδ. 9. 65 ἀνάκτορον εἶναι ἡ ὀρθοτέρα γραφή.
English (Autenrieth)
(ἀνάκτωρ): belonging to the master, ὕες, Od. 15.397†.
Greek Monolingual
ἀνακτόριος, -ία, -ιον (Α) ἀνάκτωρ
ο ανακτορικός.
Greek Monotonic
ἀνακτόριος: -α, -ον (ἀνάκτωρ), αυτός που ανήκει σε άρχοντα ή βασιλιά, βασιλικός, ηγεμονικός, σε Ομήρ. Οδ.