προσεμβαίνω

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεμβαίνω Medium diacritics: προσεμβαίνω Low diacritics: προσεμβαίνω Capitals: ΠΡΟΣΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: prosembaínō Transliteration B: prosembainō Transliteration C: prosemvaino Beta Code: prosembai/nw

English (LSJ)

A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348.
II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.

German (Pape)

[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.

French (Bailly abrégé)

marcher en outre sur, càd fouler en outre aux pieds, τινι.
Étymologie: πρός, ἐμβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εμβαίνω ook nog vertrappen, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσεμβαίνω: (сверх того) наступать, попирать ногами (θανόντι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.

Greek Monolingual

Α ἐμβαίνω
1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως
2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῖ», Διοσκ.)
3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.).

Greek Monotonic

προσεμβαίνω: πατώ πάνω σε κάποιον, καταπατώ, τινί, σε Σοφ.

Middle Liddell

to step upon, trample on, τινί Soph.