συσσιτέω

From LSJ
Revision as of 18:40, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσῑτέω Medium diacritics: συσσιτέω Low diacritics: συσσιτέω Capitals: ΣΥΣΣΙΤΕΩ
Transliteration A: syssitéō Transliteration B: syssiteō Transliteration C: syssiteo Beta Code: sussite/w

English (LSJ)

mess with, τινι Ar.Eq.1325 (anap.), Lys.13.79, Thphr. Char.10.3, etc.; μετ' ἀλλήλων Arist.Pol.1317b38:—Med., σ. ἀλλήλοις Philostr.Her.2.3: abs. in plural, mess together, συσσιτοῦμεν.. ἐγώ τε καὶ Μελησίας Pl.La.179b, cf. Smp.219e, D.19.191.

French (Bailly abrégé)

συσσιτῶ :
manger avec;
Moy. συσσιτέομαι, συσσιτοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύσσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσῑτέω Att. ook ξυσσῑτέω [σύσσιτος] milit. gezamenlijk de maaltijd gebruiken.

German (Pape)

[ῑ], zusammen speisen, essen, τινί, Ar. Eq. 1322; Lys. 13.79; Plat. συσσιτοῦμεν ἐγώ τε καὶ μελησίας ὅδε, Lach. 179b, und öfter; Din. 2.9 und Folgde.

Russian (Dvoretsky)

συσσῑτέω: есть вместе, питаться за общим столом (τινι Lys., Arph.; μετά τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συσσῑτέω: σιτοῦμαι, τρέφομαι ὁμοῦ, συνδιαιτῶμαι, συνεσθίω, συντρώγω, τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1325, Λυσί. 137. 18, κτλ.· μετ’ ἀλλήλων Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 2, 7· οὕτως ἐν τῷ μέσ., σ. ἀλλήλοις Φιλόστρ. 675· - ἀπολ., ἐν τῷ πληθ., συσσιτοῦμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας Πλάτ. Λάχ. 179, πρβλ. Συμπ. 219Ε, Δημ. 401. 1.

Greek Monotonic

συσσῑτέω: μέλ. -ήσω, σιτίζομαι, τρέφομαι από κοινού, συντρώγω, συνδιαιτώμαι, τινί, σε Αριστοφ.· απόλ., στον πληθ., τρέφομαι από κοινού, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to mess with, τινί Ar.:—absol. in plural to mess together, Plat., Dem.