ἐπιτηρέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηρέω Medium diacritics: ἐπιτηρέω Low diacritics: επιτηρέω Capitals: ΕΠΙΤΗΡΕΩ
Transliteration A: epitēréō Transliteration B: epitēreō Transliteration C: epitireo Beta Code: e)pithre/w

English (LSJ)

A look out or watch for, νύκτα h.Cer.244; σιτία Ar.Ach. 197; Βορέαν ib.922; καιρόν Plu.Publ.17; ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτούς Th.5.37; τὴν θεράπαιναν Lys.1.8; ἐ. τὸ βλάβος watch to detect it, Ar. Ra.1151; ἐ. ὅταν.., ὁπόταν.., Id.Ec.633, Eq.1031; ὁπότε.. X.HG 2.2.16; τί παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτ' ἐπετήρουν D.19.288: c. inf., ἰδεῖν τι Gal.15.661:—Med., Hld.5.20.
II keep an eye on, τινά App.BC4.39:—Pass., to be kept under surveillance, POxy.1413.10 (iii A.D.).
2 supervise, PAmh.2.77.8 (ii A.D.):—Pass., PFlor.1.16 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 992] abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer. 245; Βορέαν Ar. Ach. 922; τὴν θεράπαιναν Lys. 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν ὁπότε ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell. 2, 2, 16; Sp. καιρόν u. ä., Plut.; – daran, dabei beobachten, auf Etwas Acht haben, darauf merken, ἐπιτήρει τὸ βλάβος Ar. Ran. 1151; Eccl. 633; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους, οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ἀπιόντας 5, 37; ἐπιτηρήσας ἄλλοσε τὸν νοῦν ἔχοντα Plat. Theag. 129 c; πρότερον μὲν γὰρ ὅ τι παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτο ἐπετήρουν οἱ ἄλλοι πάντες Ἕλληνες, Dem. – Med., τὸν ἔκπλουν, Heliod. 5, 20.

French (Bailly abrégé)

ἐπιτηρῶ :
observer attentivement, guetter, épier, acc..
Étymologie: ἐπί, τηρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτηρέω:
1 высматривать, выслеживать, подстерегать (τοὺς ἀπιόντας Thuc.): ἐπετήρουν τοὐς Ἀθηναίους οἷ κατασχήσουσιν Thuc. (коринфяне) следили за афинянами (чтобы узнать), где они высадятся; ἐ. τὸ βλάβος Arph. следить, нет ли ошибок;
2 выжидать (νύκτα Hom.; βορέαν μέγαν Arph.; καιρόν Plut.; ἢ δίκην ἢ ἔκτισιν Arst.): ἐ. σιτία ἡμερῶν τριῶν Arph. выждать (пока не накопится) трехдневный запас продовольствия.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηρέω: παραμονεύω, καιροφυλακῶ, νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 245· βορὲαν ἐπιτηρήσας μέγαν αὐτόθι 922· ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς Θουκ. 5. 37, πρβλ. 4. 42· ἐπιτηρῶν τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν Λυσ. 1. 2, 4· σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος, σὺ δὲ κύτταξε ν’ ἀνακαλύψῃς τὸ σφάλμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1151· κᾆτ' ἐπιτήρει, ὅταν ἤδη ’γὼ κτλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 633· ὃς (ὁ κύων) κέρκῳ σαίνων σ’, ὁπόταν δειπνῇς ἐπιτηρῶν, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἱππ. 1031· ὁπότε... Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 2, 16: Μέσ., Ἡλιόδ. 5. 20.

Greek Monotonic

ἐπιτηρέω: μέλ. -ήσω, παραμονεύω, καιροφυλακτώ, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. ήσω,
to look out for, Ar., Thuc., etc.