παλινσκοπιά

From LSJ
Revision as of 20:08, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσκοπιά Medium diacritics: παλινσκοπιά Low diacritics: παλινσκοπιά Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: palinskopiá Transliteration B: palinskopia Transliteration C: palinskopia Beta Code: palinskopia/

English (LSJ)

ἡ, looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E., Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινσκοπιά:взгляд назад Eur.

Middle Liddell

παλιν-σκοπιά, ἡ,
a looking back again; acc. as adv. in the opposite direction, Eur.