ἰξοφόρος

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοφόρος Medium diacritics: ἰξοφόρος Low diacritics: ιξοφόρος Capitals: ΙΞΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ixophóros Transliteration B: ixophoros Transliteration C: iksoforos Beta Code: i)cofo/ros

English (LSJ)

ἰξοφόρον,
A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398.
II limed, δόναξ Opp.H.1.32.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v.l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοφόρος: покрывающийся омелой или дающий птичий клей (δρῦς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.

Greek Monolingual

ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.