κεγχρώματα

From LSJ
Revision as of 14:24, 11 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρώματα Medium diacritics: κεγχρώματα Low diacritics: κεγχρώματα Capitals: ΚΕΓΧΡΩΜΑΤΑ
Transliteration A: kenchrṓmata Transliteration B: kenchrōmata Transliteration C: kegchromata Beta Code: kegxrw/mata

English (LSJ)

κεγχρωμάτων, τά, things of the size of millet-grains: hence, eyelet-holes in the rim of a shield, E.Ph.1386.

German (Pape)

[Seite 1410] τά, Eur. Phoen. 1386 von Kämpfenden εὖ προσῆγον ἀσπίδων κεγχρώμασιν ὀφθαλμὸν ἀργὸν ὥστε γίγνεσθαι δόρυ, nach den Schol. kleine Visirlöcher im Rande des Schildes, nach Anderen eine Zierrath am Schildrande, Hesych.

French (Bailly abrégé)

κεγχρωμάτων (τά) :
petits trous à la circonférence du bouclier par où l'on observait l'ennemi.
Étymologie: κέγχρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχρώματα, κεγχρωμάτων, τά [κέγχρος] gebosseleerde (d.w.z. met knopjes versierde) rand van een schild.

Russian (Dvoretsky)

κεγχρώμᾰτᾰ: τά мелкие отверстия: ἀσπίδων κ. Eur. смотровые отверстия (вдоль края) щитов.

Greek Monotonic

κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα στο μέγεθος των σπόρων του κεχριού, στον Ευρ. τρύπες στη στεφάνη της ασπίδας, μέσα από τις οποίες ο στρατιώτης μπορούσε να δει τον εχθρό, χωρίς να αποκαλύπτει το πρόσωπό του.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρώματα: -ων, τά, πράγματα τοῦ μεγέθους κόκκων κέγχρου·- ἐν Εὐρ. Φοιν. 1386, ὀπαὶ ἐν τῇ περιφερείᾳ (ἢ τῷ περιθωρίῳ) τῆς ἀσπίδος, δι’ ὧν ὁ μαχητὴς ἠδύνατο νὰ βλέπῃ τὸν ἐχθρὸν, χωρὶς νὰ ἐκθέτῃ εἰς κίνδυνον τὸ πρόσωπόν του· τοιαῦτα δύναταί τις νὰ ἴδῃ εἰς τὰς ἀσπίδας τὰς ἐπὶ Βοιωτικῶν νομισμάτων καὶ ἐπὶ ἀρχαϊκῶν ἀγγείων.

Middle Liddell

κεγχρώματα, ων, τά, [from κέγχρος
things of the size of millet-grains:—in Eur., eyelet-holes in the rim of the shield, through which a soldier could view his enemy without exposing his person.

English (Woodhouse)

peep-holes, eye holes in a shield, eye-holes in a shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)