διαπράττω
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
French (Bailly abrégé)
att. c. διαπράσσω.
Greek Monolingual
(Α διαπράττω και διαπράσσω)
1. εκτελώ, αποπερατώνω
2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «το διέπραξε πάλι»
αρχ.
1. διέρχομαι, περνώ
2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω
3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε...
4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από άλλον προς όφελος μου
5. διαπραγματεύομαι
6. καταστρέφω, εξοντώνω
7. μέσ. επιχειρώ και πετυχαίνω σκευωρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πράττω, Dor. διαπράσσω, Ion. διαπρήσσω, aor. act. διέπρηξα, opt. διαπρήξαιμι; ptc. med. διαπρηξάμενος act. volbrengen:; δ. κέλευθον de tocht volbrengen Od. 2.213; met gen.:; διέπρησσον πεδίοιο zij snelden door de vlakte Il. 2.785; met ptc.:; οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ik zou niet klaar komen met spreken Od. 14.197; abs. pregn. succesvol zijn:. τότε πλουτοῦσι διαπράττουσι dan zijn ze rijk en succesvol Aristoph. Eq. 93. verwoesten (steeds pass.):. πάντα γ’ ἔστ’ ἐκεῖνα διαπεπραγμένα alle troepen daar zijn vernietigd Aeschl. Pers. 260; διαπεπράγμεθα het is met ons gedaan Eur. Hel. 858. med. onderhandelen:. πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν δ. met Seuthes over een wapenstilstand onderhandelen Xen. An. 7.4.12. bewerkstelligen, gedaan krijgen; met inf.:; διαπεπραγμένος... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ hij had van de koning toestemming gekregen Xen. An. 2.3.25; met ὥστε:. διεπράξαντο ὥστε... ἀπέδοσαν τὸν ἡγέμονα zij kregen gedaan dat zij de aanvoerder vrijlieten Xen. An. 4.2.23.
German (Pape)
att. = διαπράσσω.