σπάραγμα

From LSJ
Revision as of 07:39, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάραγμα Medium diacritics: σπάραγμα Low diacritics: σπάραγμα Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: spáragma Transliteration B: sparagma Transliteration C: sparagma Beta Code: spa/ragma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant.1081; σπάραγμα κόμας E. Andr.826 (lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA761b28: pl., σπαράγματα κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σπαράγματα στεφάνων fragments of... Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι.. οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d.
II tearing, rending, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν E.Ba.739.
III collect. in sg., = λατύπη, SIG996.31 (Smyrna, prob. i A.D.).

German (Pape)

[Seite 916] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déchirure, lambeau ; σπάραγμα λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;
2 action de déchirer.
Étymologie: σπαράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπάραγμα -ατος, τό [σπαράττω] afgescheurd of afgerukt stuk, brokstuk:. σπάραγμα κόμας (gen.) θήσομαι ik zal mijn haren uitrukken Eur. Andr. 826 (lyr.). het in stukken scheuren:. ἄλλαι … δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν andere vrouwen trokken jonge koeien uiteen en scheurden ze in stukken Eur. Ba. 739.

Russian (Dvoretsky)

σπάραγμα: ατος τό (преимущ. pl.) кусок, лоскут Anth.: σ. κόμας Eur. клок волос; διαφέρειν τι σπαράγμασιν Eur. разрывать что-л. в клочья; κρημνῶν σπαράγματα Plut. обломки скал; σπαράγματα λόγων Plut. обрывки (фрагменты) речей.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σπαράσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω
2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου
νεοελλ.
μτφ. εκδήλωση σπαραγμού
αρχ.
λατύπη.

Greek Monotonic

σπάραγμα: -ατος, τό,
I. τμήμα που έχει αποσχισθεί, κομμάτι, απόκομμα, απόσπασμα· ὅσων σπαράγματα, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· σπάραγμα κόμας, σε Ευρ.
II. = σπαραγμός, απόσχιση, βίαιη απόσπαση, θραύση, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σπάραγμα: τό, μέρος ἀπεσπασμένον, τεμάχιον ἐσχισμένον, τεμάχιον, λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· σπάραγμα κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, αὐτόθι 1011D. ΙΙ. = σπαραγμός, τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.

Middle Liddell

σπάραγμα, ατος, τό,
I. a piece torn off, a piece, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, Soph.; σπάραγμα κόμας Eur.
II. = σπαραγμός, a tearing, rending, Eur.

English (Woodhouse)

fragment, mangling, piece torn off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)