διαλυτής

From LSJ
Revision as of 11:39, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλυτής Medium diacritics: διαλυτής Low diacritics: διαλυτής Capitals: ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Transliteration A: dialytḗs Transliteration B: dialytēs Transliteration C: dialytis Beta Code: dialuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th. 3.82; εἰρήνης Procop. Pers. 1.14.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 c. gen. que disuelve, que rompe τῆς ἑταιρίας Th.3.82, Procop.Vand.2.14.27
que pone fin a τῆς προθυμίας Procop.Pers.1.18.24, cf. 14.2, τῆς τυραννίδος Procop.Goth.3.32.6
que rompe, incumplidor τῶν ὡμολογημένων Procop.Goth.2.30.25.
2 mediador ἐπὶ τοῖσδε διελύσαντο τὰ γένη ἄλληλα ... ὑπὸ τῶν αἱρεθέντων διαλυτῶν Ath.Agora 19.L4b.6 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 588] ὁ, der Auflöser, Zerstörer; ἑταιρίας Thuc. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui dissout, qui brise.
Étymologie: διαλύω.

Greek Monolingual

διαλυτής, ο (AM) διαλύω
1. αυτός που διαλύει
2. ο παραβάτης του νόμου.

Greek Monotonic

διαλῠτής: -οῦ, ὁ, διαλύτης, καταλύτης, παράγοντας, το μέσο που προκαλεί διάλυση, αυτό που συντελεί στην αποσύνθεση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαλῠτής: ου ὁ разрушитель (ἑταιρίας Thuc.).

Middle Liddell

διαλῠτής, οῦ, n [from διαλύω
a dissolver, breaker-up, Thuc.

English (Woodhouse)

breaker

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

dissolutor, one who dissolves or settles, 3.82.5.