συγκαταλύω

From LSJ
Revision as of 14:32, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλύω Medium diacritics: συγκαταλύω Low diacritics: συγκαταλύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: synkatalýō Transliteration B: synkatalyō Transliteration C: sygkatalyo Beta Code: sugkatalu/w

English (LSJ)

A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.).
II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a.
2 cease together with, Lib.Or.64.118.

German (Pape)

[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.

French (Bailly abrégé)

1 tr. aider à dissoudre, à détruire;
2 intr. faire une halte, s'arrêter qqe part avec qqn.
Étymologie: σύν, καταλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλύω, Att. ook ξυγκαταλύω helpen ten val te brengen, samen ten val brengen. tegelijkertijd ten val brengen. Plut. Pomp. 67.2.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλύω:
1 совместно уничтожать, одновременно разрушать: σ. τὸν δῆμον Thuc., Lys. участвовать в ниспровержении демократии; σ. κἀκεῖνον αὐτόν Plut. (разделавшись с Цезарем) заодно убить и его самого (т. е. Помпея);
2 делать остановку, останавливаться (для отдыха или ночлега) Plut.

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῦ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).

Greek Monotonic

συγκαταλύω: μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.

Middle Liddell

fut. σω
to join or help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

una evertere, to overthrow completely, 8.68.1, 8.68.4.