ἀπερίσκεπτος

From LSJ
Revision as of 15:00, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερίσκεπτος Medium diacritics: ἀπερίσκεπτος Low diacritics: απερίσκεπτος Capitals: ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aperískeptos Transliteration B: aperiskeptos Transliteration C: aperiskeptos Beta Code: a)peri/skeptos

English (LSJ)

ἀπερίσκεπτον,
A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv. ἀπερισκέπτως = thoughtlessly Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125.
II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no tenido en consideración πολλὰ ... ἀ. ... καταλιπών Ph.1.387.
2 que no reflexiona, insensato, precipitado ἐλπίς esperanza no basada en la reflexión Th.4.108, τοὺς δὲ ἑταίρους ... ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών Sch.Theoc.9.33f
indocumentado, negligente en la investigación ἀ. δέ εἰσιν οἱ ταῦτα λέγοντες Sch.E.Andr.224
subst. τὸ ἀπερίσκεπτον = irreflexión, precipitación τὸ τοῦ Τερεντίου ἀ. D.C.57.25
neutr. compar. como adv. irreflexivamente, sin atender a nada ἐπίστευσάν τε τῷ ἀνθρώπῳ πολλῷ ἀπερισκεπτότερον Th.6.65, ἀπερισκεπτότερον καὶ ἄνευ ἐπιστροφῆς λογικῆς ἱσταμένους Chrysipp.Stoic.3.125.
II adv. ἀπερισκέπτως = insensatamente, irreflexivamente, sin esperar a nada ἀπερισκέπτως εὔελπις ὁμόσε χωρῆσαι Th.4.10, εὐθὺς ἀπερισκέπτως προσπεσόντες Th.6.57, ἀπερισκέπτως λέγειν Plu.2.87d, ἀπερισκέπτως πράγμασιν ἐγχειροῦντες Aesop.217.3, cf. Ph.2.340, D.H.6.10, Ach.Tat.6.5.1.

German (Pape)

[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: , περισκέπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερίσκεπτος:
1 необдуманный, безрассудный (ἐλπίς Thuc.);
2 не принимающий во внимание (τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.

Greek Monolingual

κ. απερίσκεφτος, -η, -ο (AM ἀπερίσκεπτος, -ον)
ασυλλόγιστος, αστόχαστος.

Greek Monotonic

ἀπερίσκεπτος: -ον (περισκέπτομαι), επιπόλαιος, αυτός που δεν εξετάζει σε βάθος τα ζητήματα, αστόχαστος, σε Θουκ.· επίρρ. -τως· συγκρ. -ότερον, στον ίδ.

Middle Liddell

περισκέπτομαι
inconsiderate, thoughtless, Thuc. adv. -τως; comp. -ότερον, Thuc.

English (Woodhouse)

careless, hasty, rash, unreasoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

inconsideratus, thoughtless, reckless, 4.108.4.