δαί

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαί Medium diacritics: δαί Low diacritics: δαι Capitals: ΔΑΙ
Transliteration A: daí Transliteration B: dai Transliteration C: dai Beta Code: dai/

English (LSJ)

colloquial form of δή, used after interrogatives, to express wonder or curiosity,

   A τίς δ. ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; Od.1.225; ποῦ δ. νηῦς ἕστηκε; 24.299, cf. A.D.Synt.78.2 (but wrongly read by Aristarch. for δ' αἱ Il.10.408): freq. in Com., τί δ. σὺ . . πεποίηκας; Ar.Eq.351; mostly in a separate clause, τίδ.; what? how? Pherecr.93, Ar.Eq. 171, al.; τί δ. σύ; Id.Av.136; πῶς δ.; Id.V.1212; dub. l. in A.Pr. 933, Ch.900, S.Ant.318, but prob. to be read E.Med.1012, Ion275, al.: freq. in codd. of Pl., but prob. f.l. for δέ, as in Ar.Ach.912.

German (Pape)

[Seite 513] in Fragesätzen, bes. τί δαί; πῶς δαί; was denn? wie denn? was denn sonst? Verwunderung od. Neugier ausdrückend, auch zuweilen Mißbilligung u. mit verächtlichem Ton: was weiter? Häufig bei Ar. u. Plat., also in der attischen Umgangssprache; Aesch. u. Soph. haben es nicht; doch bei Eur. El. 244. 1116 u. a. O. hat Porson zu Med. 1008 es mit Unrecht verworfen, f. Herm. zu Viger. p. 846. – Bei Homer als Lesart Aristarchs in mehreren Stellen: Odyss. 1, 225 τίς δαίς, τίς δαὶ ὅμιλος ὅδ' ἔπλετο; τίπτε δέ σε χρεώ; (Bekk. τίς δὲ ὅμιλος); Odyss. 24, 299 τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθιτοι πόλις ἠδὲ τοκῆες; ποῦ δαὶ νηῦς ἕστηκε θοή, ἥ σ' ἤγαγε δεῦρο ἀντιθέους θ' ἑτάρους; (Bekk. ποῦ δὲ νηῦς); Iliad. 10, 408 ποῦ νῦν δεῦρο κιὼν λίπες Ἕκτορα ποιμένα λαῶν; ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήια, ποῦ δέ οἱ ἵπποι; πῶς δαὶ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί; (Bekk. πῶς δ' αἱ) s. Apollon. Syntax. 1, 2 und 1, 38 Scholl. Iliad. 10, 408 Apollon. Lex. Homer. p. 56, 27 Ammon. Differ. vocabul. s. v. Δαί Hesych. s. v. Δαί.

Greek (Liddell-Scott)

δαί: κοινὸς ἐν τῷ διαλόγῳ τύπος τοῦ δὴ (καί ἑπομένως εὕρηται παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς), ἐν χρήσει μόνον μετὰ ἐρωτηματικὰς λέξεις πρὸς ἔκφρασιν θαυμασμοῦ ἢ περιεργίας, τὶ δαὶ λέγεις σύ; Ἀριστοφ. Βατρ. 1453· τὶ δαὶ σὺ… πεποίηκας; ὁ αὐτ. Ἱππ. 351· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν χωριστῇ προτάσει, τὶ δαί; τί; πῶς; Φερεκρ. Κραπ. 7, Ἀριστοφ. Ἱππ. 171, Νεφ. 1275, Βατρ. 558, κτλ., καὶ λίαν συχν. παρὰ Πλάτ.· ὡσαύτως, τὶ δαὶ σύ; Ἀριστοφ. Ὄρν. 136· πῶς δαί; ὁ αὐτ. Σφηξ. 1212· ἀλλὰ τὸ δαὶ συχνάκις γράφεται κακῶς ἀντὶ τοῦ δέ, ὡς δεικνύει τὸ μέτρον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 912· καὶ τὶ δαὶ δή; διορθοῦται ἐκ χφων εἰς τὶ δὲ δή; Πλάτ. Γοργ. 474D, Κρατ. 404Β, κτλ. -Οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (ἴδε Spitzn. Ἰλ. Κ. 408), οὐδὲ παρὰ Σοφ.· καὶ ἀναμφιβόλως μόνον κατὰ σφάλμα τῶν ἀντιγραφέων ἀπαντᾷ ἐν τῷ Μεδ. χειρογρ. τοῦ Αἰσχύλ. Πρ. 933. Χο. 900· παρ’ Εὐρ. ὅμως ἴσως εἶναι γνήσιον, Μηδ. 1008, Ἴωνι 275, Ἠλ. 244, 1116, Ι. Α. 1444, 1448, ἂν καὶ ἐνταῦθα ἔτι ὁ Πόρσ. (Μηδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) θὰ προετίμα τὸ δή.