πελώριος
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
(also τελώριος (q. v.)), ον, fem. (not in Hom.) -ιος Hes. Th. 179, -ίη A.R.4.1682 :
A = πέλωρος, freq. in Hom., mostly of gods, Ἀΐδης, Ἄρης, Il.5.395, 7.208 ; or heroes, as Αἴας, Ἕκτωρ, Ἀχιλεύς, 3.229, 11.820, 21.527 ; Ὠρίων Od. 11.572 ; ἀνὴρ π., of Polyphemus, 9.187, cf. Il.3.166, Pi. O. 7.15 ; also of things, ἔγχος, τεύχεα, Il.8.424, 10.439 ; λᾶας Od.11.594 ; κύματα 3.290 ; ἅρπη Hes. Th. 179 ; κλέος Pi. O. 10(11).21 : rare in Trag. (only lyr.), γᾶς π. τέρας, of a dragon, E.IT1248 (lyr.) ; τὰ πρὶν π. the mighty things, or mighty ones, of old, A.Pr. 151 (lyr.) ; used by Com. in mockheroicstyle, Ar.Av. 321 ; in exaggerated language, Arist. Rh. 1408b13: in later Prose, Ath. 3.84e. 2 π. (sc. ἱερά), τά, a harvest-festival, celebratcd in honour of Zeus in Thessaly, Bato Sinop.4 ; Πελώριος, epith. of Zeus, Q.S. 11.273.
German (Pape)
[Seite 552] = πέλωρος, ungeheuer, ungeheuergroß, riesenhaft, gew. mit dem Nebenbegriffe des Furchtbaren; bei Hom. von Göttern u. Menschen; Ἀΐδης, Ἄρης, Il. 5, 395. 7, 208; Aias, 3, 229; Hektor, 11, 810; Achilleus, 21, 527, u. A.; aber auch von leblosen Dingen, ἔγχος, Il. 5, 594. 8, 124, λᾶας, Od. 11, 594, τεύχεα, Il. 10, 439, κύματα, Od. 3, 290; auch 2 Endg., πελώριον ἅρπην, Hes. Th. 179; ἀνήρ, Pind. Ol. 7, 15; κλέος, Ol. 11, 22; ἔργον, P. 6, 41; τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀϊστοῖ, Aesch. Prom. 151, das früher Gewaltige, was sonst gültig war; γᾶς πελώριον τέρας, Eur. I. T. 1248, von dem Drachen Python; πελώριον πρᾶγμα, Ar. Av. 321; sp. D., πελωρίη πεύκη Ap. Rh. 4, 1682, ἅζετο δ' οὔτε Ζῆνα πελώριον, den großen, gewaltigen Zeus, Qu. Sm. 11, 273; dah. τὰ πελώρια, sc. ἱερά, das dem Zeus gefeierte große Erntefest in Thessalien, Ath. XIV, 639 e ff.; selten in Prosa, γίγαντες, Plut. de Alex. tort. 2, 10, πελωρίοις καὶ ἀγριωτάτοις ζῴοις Ath. III, 84 f. – Adv., Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
πελώριος: -ον, θηλ. -ιος Ἡσ. Θ. 179, Χρησμ. Σιβ. 1. 375, -ίη, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1682 (παρ’ Ὁμ. δὲν ὑπάρχει θηλ.)· - ὡς τὸ πέλωρος, συχν. παρ’ Ὁμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεῶν, ὡς Ἀΐδης, Ἄρης Ἰλ. Ε. 395, Η. 208· Ὠρίων, Πολύφημος Ὀδ. Λ. 572, Ι. 187· ἐπὶ ἡρώων, ὡς Αἴας, Ἕκτωρ, Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Γ. 229, Λ. 820, Φ. 527· ἀνήρ π. Γ. 166, Πινδ. Ο. 7. 26· - ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἔγχος, τεύχεα Ἰλ. Θ. 424, Κ. 439· λᾶας Ὀδ. Λ. 594· κύματα Γ. 290, κτλ.· ἅρπη Ἡσ. Φ. 179· κλέος Πινδ. Ο. 10 (11). 25· σπανίως παρὰ Τραγ., γᾶς π. τέρας, ἐπὶ δράκοντος, Εὐρ. Ι. Τ. 1248 (λυρ.)· τὰ πρὶν πελώρια, τὰ ἰσχυρὰ πράγματα, ἢ οἱ ἰσχυροὶ , οἱ πάλαι, Αἰσχύλ. Πρ. 151 (λυρ.)· καὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κομικοῖς ἢ τοῖς πεζογράφοις μόνον εἰς χωρία πομπώδη ἢ ἐκφράζοντα πάθος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 321, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 11, Ἀθήν. 84Ε. - Σημαίνει δέ, τερατώδης τὸ μέγεθος, ὑπερμεγέθης, θεόρατος, φοβερός. 2) τὰ πελώρια (ἐξυπ. ἱερά), ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ θερισμοῦ, ἑορταζομένη εἰς τιμὴν τοῦ Διὸς ἐν Θεσσαλίᾳ, Βάτων παρ’ Ἀθην. 639Ε κἑξ.· καὶ αὐτὸς ὁ Ζεὺς καλεῖται Πελώριος, Κόϊντ. Σμ. 11. 273.