ἀνόσιος

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόσιος Medium diacritics: ἀνόσιος Low diacritics: ανόσιος Capitals: ΑΝΟΣΙΟΣ
Transliteration A: anósios Transliteration B: anosios Transliteration C: anosios Beta Code: a)no/sios

English (LSJ)

ον, more rarely α, ον E.Tr.1316 (lyr.), Aeschin.2.157 (dub.), and later:—

   A unholy, profane, opp. ἄδικος, as ὅσιος to δίκαιος (v. ὅσιος 1.1), of persons, A.Th.611, S.OT353, etc.; ἀ. ὁ θεομισής Pl. Euthphr.7a; ἄδικος καὶ ἀ. Id.Grg.505b.    2 of things, ἔργον, μόρος, στόμα, etc., Hdt.2.114, 3.65, S.OC981, etc.; αὐδῶν ἀνόσι' οὐδὲ ῥητά μοι Id.OT1289; ἀνόσια πάσχειν Antipho 2.4.7; ἀσεβὲς μηδὲν μηδὲ ἀ. X.Cyr.8.7.22; οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀ. Id.Lac.8.5; ἀ. νέκυς a corpse with all the rites unpaid, S Ant.1071; ἀ. τι γεγένηται ἐμοῦ παρόντος the holy rites have been profaned, Antipho 5.84.    II Adv. -ίως in unholy wise, S.Ph.257; κάτω γῆς ἀ. οἰκῶν without funeral rites, or through an unholy deed, E.El.677.

German (Pape)

[Seite 241] (ἀνοσία fem. stand vor Bekk. Aesch. 2, 157; Eur. Troad. 1315 ἀνοσίαις σφαγαῖσιν ch.; l. A. 1318 σφαγαῖσιν ἀνοσίοισιν), unheilig, gottlos, von Menschen u. Sachen, ἀνὴρ ἀν. καὶ ἀτάσθαλος Her. 8, 109; ἔργα ἀνοσιώτατα 8, 105 u. öfter. So Tragg., μιάστωρ Soph. O. R. 353; κομπάσματα Aesch. Spt. 533; νέκυς ἀν., = ὁσίων στερηθείς, dem noch nicht die gebührenden Begräbnißfeierlichkeiten zu Theil geworden, unbestattet, Soph. Ant. 1058. Auch in att. Prosa oft, vgl. bes. Plat. Euthyph., oft neben ἄδικος u. ἀσεβής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόσιος: -ον, σπανιώτερον α, ον, Εὐρ. Τρω. 1315 (οὕτως ἴσως παρ’ Αἰσχίν. 49. 17) καὶ μεταγεν.: - ἄναγνος, ἀνίερος, μιαρός, Λατ. profanus, διαφέρει τοῦ ἄδικος ὅπως διαστέλλεται τὸ ὅσιος τοῦ δίκαιος (ἴδε ὅσιος Ι. 1), ἐπὶ προσωπ., Αἰσχύλ. Θ. 611, Σοφ. Ο. Τ. 353, κτλ.· ἀν. ὁ θεομισὴς Πλάτ. Εὐθύφρων 7Α· ἄδικος καὶ ἀν. ὁ αὐτ. Γοργ. 505Β. 2) ἐπὶ πραγμ., ἔργον, μόρος, στόμα, γάμοι, κτλ.· Ἡρόδ. 2. 114, 3. 63, Σοφ. Ο. Κ. 981, κτλ.· αὐδῶν ἀνόσι’ οὐδὲ ῥητά μοι ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1289· ἀνόσια πάσχεσιν Ἀντιφῶν 120. 6· μήτε ἀσεβές, μήτε ἀνόσιον Ξεν. Κύρ. 8. 7, 22· οὐ μόνον ἄνομον ἀλλὰ καὶ ἀνόσιον ὁ αὐτ. Λακ. 8. 5· ἀνόσιον νέκυν, νεκρὸν εἰς ὃν δὲν ἀπεδόθησαν αἱ νενομισμέναι τιμαί, Σοφ. Ἀντ. 1071· ἀν. τι γίγνεται ἐμοῦ παρόντος, βεβηλοῦνται αἱ ἱεραὶ τελεταί, Ἀντιφῶν 139. 16. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ίως, κατὰ τρόπον ἀνόσιον Σοφ. Φ. 257· κάτω γῆς ἀνοσίως οἰκῶν, ἄνευ τῶν νενομισμένων τελετῶν, Εὐρ. Ἠλ. 677.