κνηκός
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ή, όν, Dor. κνᾱκός, ά, όν,
A pale yellow, tawny, of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, AP6.32 (Agath.); so in oracular style, Epigr.Gr.1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· ψαρός, ἵππος, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. cucan 'brown', OE. hunig 'honey'.)
German (Pape)
[Seite 1460] dor. κνακός, gelblich, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν δέρμα Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. κνηκίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων χρῶμα κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ σπόρος, ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― ἐντεῦθεν ὁ τράγος καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ λύκος, κνηκίας, Βάβριος 112, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
roux, fauve : ὁ κνηκός (θήρ) le loup.
Étymologie: DELG κνῆκος.
Syn. κνηκίας, λύκος, μονιός, μονόλυκος.