δάφνη

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάφνη Medium diacritics: δάφνη Low diacritics: δάφνη Capitals: ΔΑΦΝΗ
Transliteration A: dáphnē Transliteration B: daphnē Transliteration C: dafni Beta Code: da/fnh

English (LSJ)

ἡ,

   A sweet bay, Laurus nobilis, Od.9.183, Hes.Th.30, prob. in Men. Georg.36; τὸ τῆς δ. (sc. τρύπανον) ἄριστον Thphr.HP5.9.7; δάφναν μὴ δρέπε Supp.Epigr.2.185 (Boeot., v B.C.); [Ἀπόλλων] χρείων ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο h.Ap.396; ἐξ ὧν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος . . Πυθικὴν σείσας δάφνην Ar.Pl.213; ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Call.Del.94; στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ GDI2507 (Delph.), cf. Epigr.Gr.786 (Halic.), CIG3641 b 20 (add., Lampsacus).    II δ. Ἀλεξανδρεία, Ruscus Hypoglossum, Thphr.HP1.10.8,3.17.4, Dsc. 4.145.    2 = χαμαιδάφνη, Ps.Dsc.4.147.    III white mangrove, Avicennia officinalis, Thphr.HP4.7.2.    IV a kind of coral, ibid. (ᾰ Theoc.11.45.)

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, Lorbeerbaum; Odyss. 9, 183 σπέος ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές, ἅπαξ εἰρημέν.; Hes. Th. 30; Pind. P. 10, 40; öfter bei Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

δάφνη: ἡ, τὸ γνωστὸν δένδρον, ἡ δάφνη, Λατ. laurus, Ὀδ. Ι. 183, Ἡσ. Θ. 30· ἱερὰ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅστις ἔδιδε τοὺς χρησμοὺς αὐτοῦ ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 396· ἐξ ὦν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος… Πυθικὴν σείσας δάφνην Ἀριστοφ. Πλ. 213· ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης Καλλ. εἰς Δῆλ. 94· στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1689, πρβλ. 2661, 3641b. 20 (προσθ.).- Οἱ περὶ τῆς Δάφνης μῦθοι εἶναι μεταγενέστεροι, Παυσ. 8. 20. Ὀβίδ. Μεταμ. 1. 452 κἑξ. ΙΙ. δ. Ἀλεξανδρεία, εἶδος δάφνης, ruscus, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 8, Διοσκ. 4. 147.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
laurier, arbuste.
Étymologie: DELG terme méditerranéen.

English (Autenrieth)

laurel, bay, Od. 9.183†.