ὀπυίω

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπυίω Medium diacritics: ὀπυίω Low diacritics: οπυίω Capitals: ΟΠΥΙΩ
Transliteration A: opyíō Transliteration B: opuiō Transliteration C: opyio Beta Code: o)pui/w

English (LSJ)

Att. ὀπύω Arist.EN1148b32, Moer.p.278 P., also Cerc.17.41 (Hsch. gives ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), used by Hom. only in pres., and in impf. with or without augm.: fut. ὀπύσω [ῡ] Ar.Ach.255.—Ep. Verb, used also in Cret. (v. infr.) and later Att. Prose:    I Act., of the man, marry, take to wife (= τὸ κατὰ νόμον μίγνυσθαι, Hsch. s.v. βεινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Od.4.798, cf. 2.207, Il.16.178 ; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε 13.429, cf. 18.383 ; τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Hes.Sc.356 ; δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἥν Id.Th.819, cf. Pi.I.4(3).59, Ar.l.c.; αἰ δέ κα . . ὁ ἐπιβάλλων ἡβίονσαν λείονσαν ὀπυίεθθαι μὴ λῇ ὀπυίεν if . . the man whose right it is does not wish to marry her, though she is of marriageable age and willing to marry, Leg.Gort.7.42 : abs., πέντε δέ τοι φίλοι υἷες... οἱ δύ' ὀπυίοντες, τρεῖς δ' ἠΐθεοι θαλέθοντες two wedded. etc., Od.6.63.    2 Pass., of the woman, to be married, τόν ῥ' ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ Il.8.304, cf. Solon. ap. Plu.Sol. 20 ; αἰ κύσαιτο καὶ τέκοι ϝοικέα μὴ ὀπυιομένα Leg.Gort.4.19 : c. dat., αἰ δὲ τῷ αὐτῷ αὖτιν ὀπυίοιτο πρὸ τῶ ἐνιαυτῶ ib.4.    II later, in Act., merely to have connexion with a woman, Cerc. l.c., Luc.Eun. 12, Merc.Cond.41, etc.:—Pass., of the woman, οὐκ ὀπύουσιν ἀλλ' ὀπύονται [γυναῖκες] Arist. l.c., cf. AP10.56.7 (Pall.); ἔνθ' ἂν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον D.H.19.2. (ὀπύ (ς) yω, cf. ὀπυσ-τύς and perh. Skt. pusyati 'nourish', 'maintain'.)

German (Pape)

[Seite 364] att. ὀπύω, nach Moeris attisch für das hellenistische συγγίνεσθαι, ehelichen, zur Frau nehmen u. haben; πρεσβυτάτην δ' ὤπυιε θυγατρῶν, Il. 13, 429; τοὶ Χαοίτων μίαν δώσω ὀπυιέμεναι, καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν, 14, 268, öfter, immer von der rechtmäßigen Ehe; auch absolut, οἱ δύ' ὀπυίοντες, zwei verheirathet, Od. 6, 63; einmal bei Hom. auch pass., τὸν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ, Il. 8, 304; Ἥβαν ὀπυίει, Pind. I. 3, 77; ὅστις σ' ὀπύσει, Ar. Ach. 243; Ap. Rh. 1, 46; Theocr. 22, 161; Pallad. 5 (X, 56); auch in späterer Prosa, ὅτι αἱ γυναῖκες οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ' ὀπυίονται, Arist. Eth. 7, 5; ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ὀπυίεσθαι, Plut. Sol. 20; Luc. Gall. 16 u. öfter; s. Piers. zu Moeris p. 278, der wie Porson zu Od. 4, 798 die Form ὀπύω vorzieht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπυίω: ἢ ὀπύω (ὅπερ ὁ Piers. εἰς Μοῖριν σ. 278, Πόρσ. εἰς Ὀδ. Δ. 798 θεωροῦσιν ὡς τὸν γνήσιον τύπον, ὁ δὲ Ἡσύχ. ἔχει: «ὀπυόλαι· γεγαμηκότες), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ. μετ’ αὐξήσεως ἢ ἄνευ αὐτῆς: μέλλ. ὀπύσω Ἀριστοφ. Ἀχ. 255. Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις: Ι. ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, νυμφεύομαι, λαμβάνω γυναῖκα, (συγγενέσθαι κατὰ νόμον Ἡσύχ. ἐν λέξ. βινεῖν), τὴν Εὔμηλος ὄπυιε Ὀδ. Δ. 798, πρβλ. Β. 207, Ἰλ. Π. 178· πρεσβυτάτην δ’ ὤπυιε Ν. 429, πρβλ. Σ. 383· τοῦ γὰρ ὀπυίεις παῖδα Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 356· δῶκεν ὀπυίειν θυγατέρα ἣν ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 819 ὡσαύτως παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4. 102 (3. 77), Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀπολ., πέντε δέ τοι φίλοι υἷες ..., οἱ δύ’ ὀπυίοντες, τρεῖς δ’ ἠίθεοι θαλέθοντες, δύο ἔγγαμοι, κτλ., Ὀδ. Ζ. 63. 2) Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, ὑπανδρεύομαι, λαμβάνω ἄνδρα, τόν ῥ’ ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ Ἰλ. Θ. 304, πρβλ. Σόλωνα ἐν Πλουτ. Σόλ. 20, Ἀνθ. Π. 10. 56, 7 οὐκ ὀπυίουσιν ἀλλ’ ὀπυίονται [γυναῖκες] Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 4· ἔνθ’ ἄν εὕρῃ τὸν ἄρρενα ὑπὸ τῆς θηλείας ὀπυιόμενον Διον. Ἁλ. 17. 3. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, ἐν τῷ ἐνεργ. ἁπλῶς, βινῶ, συνεῖναι καὶ ὀπυίειν Λουκ. Εὐνοῦχ. 12· Τηρεὺς δύο ἀδελφὰς ἅμα ὀπυίων ὁ αὐτ. ἐν τῷ ἐπὶ Μισθ. Σινόντ. 41· ὤπυιες γὰρ ἐκεῖνον, ὁ δ’ αὖθις σὴν παράκοιτιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 50· ἐν τῷ παθ., ἐπὶ γυναικός, πολλάς δ’ ἐστὶ γυναῖκας ἰδεῖν ... ὀπυιομένας ἀκορέστως Ἀνθ. Π. 10. 56.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ὤπυιον;
Pass. seul. prés. ὀπυίομαι et part. pf.
1 prendre pour femme, épouser en parl. de l’homme, acc.;
2 Pass. être épousée en parl. de la femme ; p. ext. être marié en parl. de l’homme.
Étymologie: DELG étym. obscure ; mot pê médit. : cf. étrusque puia « épouse ».
Syn. γαμέω.

English (Autenrieth)

inf. ὀπυιέμεν(αι), ipf. ὤπυιε, ὄπυιε, pass. part. ὀπυιομένη: wed, take to wife; part., married, act. of man, pass. of woman, Od. 6.63, Il. 8.304.

English (Slater)

ὀπυίω
   1 marry Ἥβαν τ' ὀπυίει (Ceporinus: ὀπύει, ὀπήει codd.: sc. Ἡρακλέης) (I. 4.59)