ἀποσπάω

From LSJ
Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπάω Medium diacritics: ἀποσπάω Low diacritics: αποσπάω Capitals: ΑΠΟΣΠΑΩ
Transliteration A: apospáō Transliteration B: apospaō Transliteration C: apospao Beta Code: a)pospa/w

English (LSJ)

fut. -σπάσω [ᾰ],

   A tear or drag away from, τινός S.Aj.1024, Pl.R. 491b, etc.; ἀ. τινὰ ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων Hdt.3.1, cf. 102; ἀποσπάσας. . περόνας ἀπ' αὐτῆς S.OT1268; μή μου τὸ τέκνον ἐκ χερῶν ἀποσπάσῃς E.Hec.277: rarely ἀ. τινά τι tear a thing from one, S.OC 866; ἀ. τινά tear him away, Hdt.6.91; ἀ. τι τῆς λείας detach, abstract some of it, Plb.2.26.8: metaph., ἀ. τινὰ ἐλπίδος S.OT1432; and reversely also ἀ. τῆς φρενὸς αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων Id.El.809; detach, withdraw, πλήρωμα a gang of labourers, PPetr.3p.129 (iii B.C.); τινὰ ἀπό τινος BGU1125.9 (i B.C.), cf. infr. 5; μαθητάς Act.Ap.20.30; ἀ. πολίτας τῆς θαλάσσης Plu.Them.19; ἀπὸ τοῦ φρονεῖν τινά Ar.Ra.962:—Med., τὴν μάχην οὕτω μακρὰν τῆς ναυτικῆς βοηθείας Plu.Pomp.76:—Pass., to be dragged away, detached, separated from, τινός Pi.P.9.33, E.Alc.287, etc.; ἐξ ἱροῦ Hdt.1.160; ἀπὸ τῶν ἱερῶν Th.3.81; of a bone, to be torn off, Hp.Art.13; ἀκρώμιον -σπασθέν Id.Mochl.6.    2 ἀ. τινὰ κόμης drag away by the hair, A. Supp.909.    3 ἀ. πύλας, θύρας, tear off the gates, doors, Hdt.1.17, 3.159, etc.: metaph., πινακηδὸν ἀποσπῶν [ῥήματα] Ar.Ra.824.    4 ἀ. τὸ στρατόπεδον draw off, divert the army, X.HG1.3.17: abs., ἀποσπάσας having drawn off, Id.An.7.2.11:—Pass., of troops, to become separated or broken, Th.7.80, Plb.1.27.9.    5 withdraw, reclaim, POxy.496.9.    6 ἀπεσπασμένος, ὁ, eunuch, LXXLe.22.24.    II intr. (sc. ἑαυτόν), separate (i.e. be separated) from, Ael. NA10.48, Luc.Icar.11, D.C.56.22; and in X.An.1.5.3 the best Mss. give πολὺ γὰρ ἀπέσπα (for ἀπέπτα) φεύγουσα [στρουθός].

German (Pape)

[Seite 325] (s. σπάω), abziehen, trennen, τινά τινος Pind. P. 9, 34; Aesch. Suppl. 883; Soph. Ai. 1003. 1055; Her. 1, 160; φιλοσοφίας Plat. Rep. VI, 491 b; ἀπό τινος Prot. 320 a; vgl. Her. 3, 102; Soph. O. R. 1268; Ar. Ran. 960; auch umgekehrt, τέκνων μου ξυνωρίδα Soph. O. R. 899; übertr., ἐλπίδος με 1432, die Erwartungen täuschen, vgl. El. 799; – θύρας, πύλας, öffnen, Her. 1, 17. 3, 159. – Pass., getrennt werden, abkommen von etwas, Thuc. 7, 80; Xen. An. 2, 2, 12 u. öfter; ebenso das act., 1, 5, 3, v. l. ἀπέπτα; vgl. aber ἀποσπάσας 7, 2, 11; u. vgl. Luc. Cont. 21 D. D. 20, 5. – Med., für sich abziehen, Plut. Pomp. 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπάω: μελλ. -σπάσω [ᾰ], ἀποχωρίζω, ἀποσπῶ τινα ἢ τι ἀπὸ τινος, πῶς σ᾿ ἀποσπάσω πικροῦ τοῦδ᾿... κνώδοντος...; Σοφ: Αἴ. 1024, Πλάτ. Πολ. 491Β, κτλ.· ἀπ. τινὰ ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων Ἡροδ. 3.1, πρβλ. 102 · ἀποσπάσας... περόνας ἀπ᾿ αὐτῆς Σοφ. Ο. Τ. 1268· μή μου τὸ τέκνον ἐκ χειρῶν ἀποσπάσῃς Εὐρ. Ἑκ. 277: ― σπανίως, ἀπ. τινά τι, ὡς τὸ ἀποστερέω, Σοφ. Ο. Κ. 866: ― ἀπ. τινὰ Ἡροδ. 6. 91· ἀπ. τι τῆς λείας, ἀφαιρῶ, ἀποσπῶ μέρος αὐτῆς, Πολύβ. 2. 26, 8: ― μεταφ., ἀποσπ. τινὰ ἐλπίδος Σοφ. Ο. Τ. 1432· ἐπίσης καὶ ἀντιστρόφως, ἀπ. τῆς φρενός αἵ μοι... παρῆσαν ἐλπίδων ὁ αὐτ. Ἠλ. 809· ἀπ. πολίτας τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμ. 19· ἀπ. τοῦ φρονεῖν τινα Ἀριστοφ. Βάτρ. 962. ― Μέσ., ἀποσπῶ τι δι᾿ ἐμαυτὸν, Πλουτ. Πομπ. 76. ― Παθ., ἀποσπῶμαι, ἕλκομαι μακράν, ἀποχωρίζομαι, τινός Πινδ. Π. 9. 59, Εὐρ. Ἄλκ. 287, κτλ.· ἐξ ἱροῦ Ἡρόδ. 1. 160· ἀπὸ τῶν ἱερῶν Θουκ. 3. 81· ἐπὶ ὀστοῦ, βιαίως ἐξάγομαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790, Μοχλ. 849 2) ἀπ. τινὰ κόμης, ἕλκω, σύρω τινὰ ἀπὸ τῆς κόμης, Αὐσχύλ. Ἱκ. 909. 3) ἀπ. πύλας, θύρας, ἀποσπῶ, ἐξάγω ἐκ τῆς θέσεως των, Ἡρόδ. 1. 17. , 3. 159, Λυσ. 145.37, κτλ.: μεταφ., πινακηδὸν ἀποσπῶν [ῥήματα] Ἀριστοφ. Βάτρ. 824. 4) ἀπ. τὸ στρατόπεδον, ἀποσύρω τὸν στρατὸν, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 17· ἀπολ., ἀποχωρίζω ἐμαυτόν, Νεών μὲν ἀποσπάσας (δηλ. ἑαυτὸν) ἐστρατοπεδεύετο χωρὶς ὁ αὐτ. Ἀν. 7.2, 11· ἀλλ᾿ ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ στρατοῦ, ἀποχωρίζομαι, ἀποσπῶμαι, τὸ ἥμισυ μάλιστα καὶ πλέον [τοῦ στρατεύματος] ἀπεσπάσθη τε καὶ ἀτακτότερον ἐχώρει Θουκ. 7. 80, Πολυβ. 1. 27, 9. ΙΙ. ἀμεταβ. (ὑπον. ἑαυτὸν) ἀπομακρύνομαι, καὶ τῶν μὲν συνθηρατῶν ἀποσπᾷ πολὺ Αἰλ. π. Ζ.10.48, Λουκ. Ἰκαρομ. 11, κτλ., ἴδε Hemst. ἐν Θ. Διαλ. 20.5 · καὶ ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 5, 3 χειρόγρ. τινα ἔχουσι: πολὺ γὰρ ἀπέσπα φεύγουσα (ἀντὶ ἀνέπτα), ἐξ οὗ ὁ Schneid. ἔγραψεν ἀπεσπᾶτο.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. tr. 1 tirer violemment : τινα entraîner qqn ; θύρας, πύλας HDT ouvrir une porte avec force ou violence ; τινα ἀπὸ γυναικὸς καὶ τέκνων HDT arracher qqn à sa femme et à ses enfants ; τινα ἐκ χερῶν EUR arracher une personne aux mains d’une autre ; fig. τινά τι enlever qch (l’espérance, etc.) à qqn ; avec un gén. d’instrum. ἀπ. τινα κόμης ESCHL tirer qqn par les cheveux ; Pass. ἀποσπᾶσθαί τινος être séparé violemment de qqn ; ἐξ ἱροῦ HDT, ἀπὸ τῶν ἱερῶν THC être entraîné hors d’un sanctuaire, d’un sacrifice;
2 tirailler en tous sens ; Pass. se désunir, marcher en désordre en parl. d’une armée;
II. intr. (s.e. ἑαυτόν) s’arracher, se séparer avec effort de;
Moy. ἀποσπάομαι-ῶμαι attirer l’ennemi à soi loin de (tout secours maritime).
Étymologie: ἀπό, σπάω.

English (Slater)

ἀποσπάω
   1 tear from, met. “ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” (sc. Κυράνα) (P. 9.33)