ἐμπίτνω
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
poet. for ἐμπίπτω,
A fall upon, εἰς ὅμιλον B.9.24; τινί A. Ag.1468 (lyr.), Supp.120 (lyr.), cf. S.Aj.58.
German (Pape)
[Seite 813] (richtiger als ἐμπιτνέω, vgl. πίτνω), = ἐμπίπτω; δαῖμον ἐμπίτνεις δώμασι Aesch. Ag. 1447. 1148; Soph. Ai. 58, vom feindlichen Anfallen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπίτνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐμπίπτω, Δαῖμον, ὡς ἐμπίτνεις δώμασι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1468, Ἱκ. 120, Σοφ. Αἴ. 58· ἐς ἵππιον ἐμπίτνων ὅμιλον Βακχυλ. 9. 24 (Blass)· πρβλ. πίτνω.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐμπιτνέω;
seul. prés;
c. ἐμπίπτω.
Étymologie: ἐν, πίτνω.
English (Slater)
ἐμπίτνω (ἐμπίπτων: aor. ἔμπετες, ἔμπεσε; ἐμπεσεῖν.)
a fall upon c. dat. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι of a wrestler (P. 8.81) βαρὺ δέ σφιν Ἀχιλεὺς ἔμπεσε, χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Hermann: ἔμπεσ' Ἀχιλεὺς codd.) (N. 6.51)
b attack (with words) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (ἐμπίτνων coni. Schr., “nam πίπτω non est apud P.”) (I. 1.68)
c light upon, i. e. be exposed to c. dat. αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73)
English (Slater)
ἐμπίτνω (ἐμπίπτων: aor. ἔμπετες, ἔμπεσε; ἐμπεσεῖν.)
a fall upon c. dat. τέτρασι δ' ἔμπετες ὑψόθεν σωμάτεσσι of a wrestler (P. 8.81) βαρὺ δέ σφιν Ἀχιλεὺς ἔμπεσε, χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων (Hermann: ἔμπεσ' Ἀχιλεὺς codd.) (N. 6.51)
b attack (with words) εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (ἐμπίτνων coni. Schr., “nam πίπτω non est apud P.”) (I. 1.68)
c light upon, i. e. be exposed to c. dat. αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν (N. 7.73)