ἐπίτροπος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, (ἐπιτρέπω)
A one to whom the charge of anything is entrusted, steward, trustee, administrator, c.gen. rei, τῶν ἑωυτοῦ Hdt.1.108 ; τῶν οἰκίων Id.3.63 : abs., X.Oec.12.3, D.21.78, 27.19, Ev.Luc.8.3, etc.; steward, messman, X.Cyr.4.2.35 : metaph., τῶν [τοῦ Πρωταγόρου] ἐ. Pl.Tht.165a. 2 = Lat. procurator, Καίσαρος ἐ. Str.3.4.20, Plu.2.813e, etc.; ἐ. Σεβαστοῦ, -τῶν, OG1502.10 (Aezani, ii A.D.), 501.2 (Tralles, ii A.D.); ἐ. τῆς Ἠπείρου Arr.Epict.3.4.1 ; τῶν μετάλλων OG1678.5 (Egypt, ii A.D.), etc. 3 governor, viceroy, οἱ ἐ. τῆς Μέμφιος, Μιλήτου ἐ., Hdt.3.27,5.30, cf. 106. 4 executor, PPetr.3p.9, al.(iii B.C.). II c.gen.pers., trustee, guardian, Hdt.4.76, Th.2.80, etc.; ἐ. τινι παίδων Hyp.Epit.42 : abs., Pl.Lg.924b, etc.; ὑπὸ ἐπιτρόπους εἶναι Ep.Gal.4.2 ; καθιστάναι ἐ. PRyl.153.18(ii A.D.): metaph., guardian, protector, θεὸς ἐ. ἐών Pi.O.1.106.
German (Pape)
[Seite 997] hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτροπος: -ον, (ἐπιτρέπω) ἄνθρωπος εἰς ὃν εἶναι ἐμπεπιστευμένη ἡ φροντὶς πράγματός τινος, οἰκονόμος, ἐπιστάτης, φροντιστής, κυβερνήτης, κτλ.· μετὰ γεν. πράγμ., τῶν ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 1. 108· τῶν οἰκιῶν 3. 63· τῶν πατρῴων Δημ. 539. 23, πρβλ. 565. 15: τοπάρχης, ἀντιβασιλεύς, Μέμφιος Μιλήτου Ἡρόδ. 3. 27., 5. 30, πρβλ. 5. 106: ἐπιτετραμμένος, ὡς δ’ ἐγὼ ἤκουσα Τίμνεω, τοῦ Ἀριαπείθεος ἐπιτρόπου ὁ αὐτ. 4. 76. 2) μετὰ γεν. προσ., ἐπίτροπος, προστάτης, κηδεμών, ὅσοι δὲ παῖδας καταλελοίπασιν, ἡ τῆς πατρίδος εὔνοια ἐπίτροπος αὐτοῖς τῶν παίδων καταστήσεται Ὑπερείδου Ἐπιτάφ. 43. Ὁ Καλλίας καλεῖται ἐπίτροπος τοῦ Πρωταγόρου, πληρεξούσιος, συνήγορος, οὐ γὰρ ἐγώ, ὦ Σώκρατες, ἀλλὰ μᾶλλον Καλλίας ὁ Ἱππονίκου τῶν ἐκείνου ἐπίτροπος Πλάτ. Θεαίτ. 165Α. πρβλ. Δημ. 819. 18· ὁ Καίσαρος ἐπίτροπος ἢ ἐπ. Καίσαρος, Λατ. procurator Caesaris, διοικητὴς ἢ τοπάρχης ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ Καίσαρος, Πλούτ. 2. 813Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186 κτλ.· ἐπ. Σεβαστοῦ ἢ -στῶν ὁ αὐτ. 1078, 1318, 1813b (Προσθῆκαι), 1352, κτλ. 3) ἀπολ., ὁ ἐπιτροπεύων τινά, κηδεμών, ἀλλ’ ὁ μὲν ἦν ἔτι παῖς, ὁ δὲ τούτου ἐπίτροπός τε καὶ ἀνεψιὸς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 80, κτλ.· θεὸς ἐπ. ὢν Πινδ. Ο. 1. 171: φροντιστής, ἐπιμελητής, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35. - Περὶ ἐπιτρόπων πρβλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 82 καὶ 83 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 administrateur (d’une maison, d’une fortune, etc.), intendant;
2 gouverneur d’une ville, d’un pays;
3 tuteur, gouverneur.
Étymologie: ἐπιτρέπω.