σής

From LSJ
Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σής Medium diacritics: σής Low diacritics: σης Capitals: ΣΗΣ
Transliteration A: sḗs Transliteration B: sēs Transliteration C: sis Beta Code: sh/s

English (LSJ)

ὁ, gen. σεός (as if fr. σεύς, which is given as nom. by Choerob. in Theod.1p.406H.); pl., nom. σέες Moer.p.339 P.; gen.

   A σέων Hermipp. 94, Ar.Lys.730, Ph.2.461 (not σεῶν, v. Choerob. l. c.); acc. σέας Luc.Ind.1:—the forms σητός, σῆτες, σητῶν, etc., were later, as in Men.540.5, Arist.HA557b3, Thphr.HP9.11.11, Ph.2.361 (and v.l. in 2.461), cf. Moer. l.c., etc.:—moth, [χρυσὸν] οὐ σ. οὐδὲ κὶς δάπτει Pi.Fr.222, cf. Ar. l. c., Str.13.1.54, Ev.Matt.6.19, Ev.Luc.12.33; attacking books, Luc. l. c.    2 metaph., σῆτες ἀκανθοβάται or -λόγοι, of the Grammarians, bookworms, AP11.322 (Antiphan.), 347 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 876] ὁ, gen. σεός, plur. σέες, σέων, Ar. Lys. 731, σέας, Luc. adv. ind. 1, Thom. Mag. 790; erst Sp. auch gen. σητός; die Motte, Kleidermotte, welche wollene Zeuge zerfrißt, auch die Büchermotte, σὴς κεῖνον οὐ δάπτει, Pind. frg. 243. In der Anth. heißen die Gramm. spöttisch σῆτες ἀπ' Ἀριστάρχου, σῆτες ἀκανθῶν, gleichsam Bücherwürmer, Antiphan. 5 (XI, 322), Philp. 44 (XI, 347). Vielleicht mit σήθω zusammenhangend.

Greek (Liddell-Scott)

σής: ὁ, γεν. σεὸς (ὥσπερ ἐξ ὀνομαστ. σεύς)· πληθ. ὀνομαστ. σέες· γεν. σέων Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 20, Br. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 731· αἰτ. σέας Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 1, ἴδε Θωμ. Μάγιστρ. σ. 700· ― οἱ ὁμαλοὶ τύποι σητός, σῆτες, κτλ., ἐγένοντο εὔχρηστοι μόνον βραδύτερον, οἷον παρὰ Μενάνδρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Φίλων 2. 361· πρβλ. Χοιροβ. 1. 209, Μοῖρ., κλπ.· ― ὁ σκώληξ ὁ κατατρώγων τὰ μάλλινα ἐνδύματα, «σκόρος», «βώτριδα», Λατιν. tinea, Πινδ. Ἀποσπ. 243, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ. 2) μεταφορ., ἀπ’ Ἀριστάρχου σῆτες ἀκανθολόγοι ἢ «βάται, κωμικὸν ἐπώνυμον τῶν γραμματικῶν, τῶν οἱονεὶ βιβλιοσκωλήκων, Ἀνθ. Π. 11. 322, 347. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σής· σκώληξ ὁ ἐν τοῖς μελισσ(ε)ίοις γινόμενος καὶ ὑφάσμασι». ― Ἴδε Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 527.

French (Bailly abrégé)

σητός (ὁ) :
petit ver, larve d’insecte, mite, teigne.
Étymologie: DELG origine obscure.

English (Slater)

σής
   1 moth κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2.