φυλή

From LSJ
Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡλή Medium diacritics: φυλή Low diacritics: φυλή Capitals: ΦΥΛΗ
Transliteration A: phylḗ Transliteration B: phylē Transliteration C: fyli Beta Code: fulh/

English (LSJ)

ἡ, (φύω) prop.,

   A like φῦλον, a race, tribe; but acc. to Dicaearch.Hist.9 a union formed in an organized community (whether πόλις or ἔθνος): hence, tribe, i.e.    I a body of men united    1 by supposed ties of blood and descent, clan, such as the three Dorian tribes, Rhetra ap.Plu.Lyc.6, Hdt.5.68, St.Byz. s. vv. Ὑλλεῖς, Δυμᾶνες, IG4.596 (Argos); of the four Ionic tribes, Hdt.5.69, Arist.Ath.8.3, Plu.Sol.19, etc.; of the Laconian, Hdt.4.145; of the old Roman, D.H.2.7, etc.; of the Persian, X.Cyr.1.2.5 and 12; of the Jewish, LXXNu.1.4, al. (but also of subdivisions of the tribe (σκῆπτρον), ib. 1 Ki.10.20.21), Ev.Matt.19.28, etc.    2 by local habitation, such as the ten local tribes at Athens formed by Cleisthenes, Hdt.5.69, 6.131, IG12.10.44, al.; or those formed by Servius at Rome, φ. τοπικαί, opp. γενικαί, D.H.4.14, cf. Plu. Rom.20; in Roman Egypt, BGU1113.3 (i B.C.), PFlor.39.4 (iv A. D.), etc., cf. (in general) Arist.Pol.1264a8, 1300a25, 1309a12, Pl. Lg.753c, etc.    3 subdivision of the priests in each Egyptian temple, OGI56.24 (Canopus, iii B. C.), PAmh.2.112.7 (ii A. D.), etc.    II military contingent furnished by a tribe, among the Athenians, Hdt.6.111, IG12.1085; ὁπλιτῶν Th.6.98, cf. 3.90, X.HG 4.2.19, Pl.Lg.755c, 755d; ταξίαρχος εἰς τὴν φυλὴν κατατάξας Lys.13.79.    2 representatives of a tribe, on political bodies, φυλῆς πρυτανευούσης, προεδρευούσης, IG1.26a16, SIG589.2 (Magn.Mae., ii B.C.), etc.    III of things, = γένος, kind, species, κατὰ φυλὰς διεκρίνομεν τὰ ἔπιπλα X.Oec.9.6.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, 1) die Vereinigung Einzelner zu einer Gemeinde, einem Staate, nach Dicäarch die ursprüngliche Bdtg; dah. Volksstamm, Volksabtheilung, Klasse, Zunft, wie die tribus der Römer, Her. 5, 66. 68. 69. 6, 131. In Athen seit Kleisthenes zehn, nur nach dem Wohnsitz bestimmte Stämme, Plat. u. A. – 2) eine Abtheilung im Heere, die zu einer φυλή gehörigen Krieger; ὁπλιτῶν Thuc. 6, 98; πεζῶν Plat. Legg. VI, 755 d; bes. bei der Reiterei, Xen. Hell. 4, 2,19 Hipparch. 1, 21. – 3) übh. Geschlecht, Gattung, Ordnung, Xen. Oec. 9, 6, ὅπλων, ὀργάνων φυλή.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλή: ἡ, (φύω) κυρίως ὡς τὸ φῦλον, ἄθροισμα ἀνθρώπων ἐκ φύσεως διακρινομένων ἀπὸ τῶν ἄλλων· ἀλλὰ σπανίως εὕρηται ἐπὶ τῆς γενικῆς ταύτης σημασίας, κατὰ φυλὰς Ξεν. Οἰκ. 9, 6· ― κατὰ τὸν Δικαίαρχον παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. πάτρα..., «φυλὴ δὲ καὶ φυλέται πρότερον ὠνομάσθησαν ἐκ τῆς εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ καλούμενα ἔθνη συνόδου γενομένης· ἕκαστον γὰρ τῶν συνελθόντων φῦλον ἐλέγετο εἶναι». ― Ἐν τῇ χρήσει ἡ λ. φυλὴ ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸ Ρωμαϊκὸν tribus, καὶ σημαίνει Ι. σῶμαἄθροισμα ἀνθρώπων ἡνωμένων 1) δι’ ὑποτιθεμένης συγγενείας καὶ κοινῆς καταγωγῆς, ὡς αἱ φυλαὶ τῶν Δωριέων, Πινδ. Π. 1. 119, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Ὑλλέες καὶ Δυμᾶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1123· οὕτως αἱ τέσσαρες παλαιαὶ Ἀττικαὶ φυλαί, Ἡρόδ. 5. 69., 6. 131, Εὐρ. Ἴων. 1575, Ἀριστ. Ἀποσπ. 347, 349, Πλουτ. Σόλων 19, κλπ.· αἱ τῶν Σικυωναίων καὶ τῶν Ἀργείων, Ἡρόδ. 5. 68· αἱ τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ αὐτ. 4. 148· αἱ τῶν ἀρχαίων Ρωμαίων, Διονύσ. Ἁλ. 2. 7, κλπ.· αἱ τῶν Περσῶν, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 2, 3 καὶ 12 πρβλ. Ἡρόδ. 1. 125 (ἔνθα καλοῦνται γένη)· αἱ τῶν Ἰουδαίων, Εὐαγ. κατὰ Ματθ. ιθ΄, 28, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄, 20, 21) ἡ φυλή μνημονεύεται ὡς ὑποδιαίρεσις, τῆς μεγαλειτέρας διαιρέσεως ἣ ἐκαλεῖτο σκῆπτρον· ἢ 2) διὰ τῆς ἐντῷ αὐτῷ τόπῳ συνοικήσεως, πρβλ. τὰ Ἀγγλ. hundred ἢ county, τοιαῦται δὲ ἦσαν αἱ δέκα ἐν Ἀθήναις φυλαί, ἃς ἐσχημάτισεν ὁ Κλεισθένης, Ἡρόδ. 5. 66, 69. 6. 131, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 30, 20, Blass· ἢ αἱ ὑπὸ τοῦ Σερουΐου ἐν Ρώμῃ ἱδρυθεῖσαι, φυλαὶ τοπικαὶ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς γενικὰς Διονύσ. Ἁλ. 4. 14, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 20· (αἱ μεταβολαὶ αὖται ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν Ρώμῃ πιθανῶς κατήργησαν τὸ πρῶτον εἶδος τῆς φυλετικῆς ἑνώσεως καὶ ἵδρυσαν τὸ δεύτερον, ἴδε Niebhr. Ἱστορ. τῆς Ρώμης 1. 294 κἑξ. 413 κἑξ., Thirlw. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. 2. 4 κἑξ. καὶ 73, Grote Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 4. 169 κἑξ.). ― Αἱ ὑποδιαιρέσεις τῶν γενικῶν φυλῶν ἐκαλοῦντο φρατρίαι, τῶν δὲ τοπικῶν φυλῶν δῆμοι, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 2. 5, 17., 4. 15, 17., 5. 8, 19, Πλάτ. Νόμ. 753D, κλπ. ― τὰ δὲ μέλη τῆς φυλῆς ἐκαλοῦντο φυλέται, ἴδε φυλέτης. ΙΙ. διαίρεσις τις ἐν τῷ στρατῷ, τὸ στρατιωτικὸν σῶμα ὃ παρεῖχεν ἑκάστη φυλὴ παρὰ τοῖς Ἀθην., Ἡρόδ. 6. 111· ὁπλιτῶν Θουκ. 6. 98, πρβλ. 3. 90, Πλάτ. Νόμ. 755C, D· ― βραδύτερον, σῶματάγμα ἱππικοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 19· ταξίαρχος εἰς τὴν φυλὴν κατατάξας Λυσίας 137· 19· πρβλ. φύλαρχος ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. tribu, groupe de familles de même race, section ou portion d’un peuple, comprenant un certain nombre de φρατρίαι ; tribu politique, comprenant un certain nombre de δῆμοι ; p. anal. à Rome tribu;
II. corps de troupes au nombre de dix, un pour chaque tribu, d’où
1 bataillon d’infanterie;
2 escadron de cavalerie;
III. p. ext. classe, genre, espèce.
Étymologie: φύω ; cf. φῦλον.

English (Strong)

from φύω (compare φύλλον); an offshoot, i.e. race or clan: kindred, tribe.