ἀσέλγεια
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ἡ,
A licentiousness, wanton violence, Pl.R.424e, Is.3.13, etc., οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9: joined with ὕβρις, Id.21.1; insolence, opp. κολακεία, Phld.Lib.p.42 O.; τῶν δημαγωγῶν Arist.Pol.1304b22: Astrol., epith. of certain ζῴδια, Vett. Val.335.34. II licentiousness, περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, etc.
German (Pape)
[Seite 369] ἡ, das Wesen u. die Handlungsweise eines ἀσελγής, Plat. Rep. IV, 424 e (B. A. 451 ἡ μετ' ἐπηρεασμοῦ καὶ θρασύτητος βία); καὶ ὕβρις Dem. Mid. 1; περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Pol. 37, 2; öfter εἴς τινα, Muthwillen, z. B. 1, 6, 5. Von Weibern. Alciphr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγεια: ἡ, ἀκολασία, ἡ μετὰ θρασύτητος βία, Πλάτ. Πολ. 424Ε, Ἰσαῖος 39. 23, κτλ.· οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Δημ. 42. 25: μετὰ τοῦ ὕβρις· τὴν μὲν ἀσέλγειαν, ὦ ἄνδρες δικασταί, καὶ τὴν ὕβριν, ὁ αὐτ. 514. 12· τῶν δημαγωγῶν Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1. ΙΙ. λαγνεία, ἀκολασία, αἰσχρότης, ἀσ. περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Πολύβ. 37. 2, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impudence, insolence, grossièreté.
Étymologie: ἀσελγής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insolencia, desenfreno ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆς Is.3.13, la música ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳ Pl.R.424e, οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος D.4.9, op. a ὕβρις D.21.1, op. a πλεονεξία D.10.2, ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ. Arist.Pol.1304b21, en plu. Phld.Lib.42.
2 vida licenciosa, depravación ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίας Plb.36.15.4, γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀ. LXX Sap.14.26, cf. Eu.Marc.7.22, los gentiles ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳ Ep.Eph.4.19, ἐν ἀσελγείᾳ τραφείς D.C.45.26.3, ἀσελγείας διδάσκαλος ἦν Philostr.VA 4.44, de una mujer desnuda ὑπερβολὴ ἀσελγείας colmo de impudicia I.BI 1.439.
English (Strong)
from a compound of Α (as a negative particle) and a presumed selges (of uncertain derivation, but apparently meaning continent); licentiousness (sometimes including other vices): filthy, lasciviousness, wantonness.