Σαδδουκαῖοι
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
οἱ, Sadducees, name of a Jewish sect, Act.Ap.23.8, J.AJ13.5.9, etc.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les Sadducéens.
Greek (Liddell-Scott)
Σαδδουκαῖοι: οἱ, ὄνομα Ἰουδ. αἱρέσεως, περὶ ἧς ἴδε μάλιστα Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 8, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13, 5, 9.
Greek Monolingual
οι / Σαδδουκαῖοι, ΝΜΑ
ονομασία τών οπαδών ιουδαϊκής αίρεσης, που ιδρύθηκε κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα από τον αρχιερέα Σαδώκ, οι οποίοι ήταν προσκολλημένοι στο γράμμα του μωσαϊκού νόμου, απέρριπταν την παράδοση, αρνούνταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση τών νεκρών και απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους τών ιεροτελεστιών, δέχονταν τη θεία πρόνοια και την ελευθερία της βούλησης, είχαν ως σκοπό της ζωής τους την ευζωία και από τον 2ο π.Χ. βρίσκονταν σε αντίθεση με τους Φαρισαίους.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. εβραϊκό sāddūgi, πιθ. < Şadoq, αρχιερέας του Ισραήλ και ιδρυτής της αίρεσης αυτής].
Wikipedia EN
The Sadducees (/ˈsædjəsiːz/; Hebrew: צְדוּקִים, romanized: Ṣədūqīm) were a socio-religious sect of Jewish people who were active in Judea during the Second Temple period, from the second century BCE through the destruction of the Temple in 70 CE. The Sadducees are often compared to other contemporaneous sects, including the Pharisees and the Essenes.
Josephus, writing at the end of the 1st century CE, associates the sect with the upper social and economic echelon of Judean society. As a whole, they fulfilled various political, social, and religious roles, including maintaining the Temple in Jerusalem. The group became extinct some time after the destruction of Herod's Temple in Jerusalem in 70 CE.
Greek Monotonic
Σαδδουκαῖοι: οἱ, Σαδδουκαίοι, όνομα εβραϊκής θρησκευτικής αίρεσης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Σαδδουκαῖοι, οἱ,
Sadducees, name of a Jewish sect, NTest.
Translations
af: Sadduseërs; als: Sadduzäer; ar: صدوقيون; arz: الصدوقيون; az: Sadukeylər; be: Садукеі; bg: Садукеи; br: Sadukeed; ca: Saduceus; cs: Saduceové; da: Saddukæer; de: Sadduzäer; el: Σαδδουκαίοι; grc: Σαδδουκαῖοι; en: Sadducees; eo: Sadukeoj; es: saduceos; et: Saduserid; eu: Saduzear; fa: صدوقیان; fi: Saddukeukset; fo: Saddukearar; fr: Sadducéens; ga: Sadúcaigh; gl: Saduceo; he: צדוקים; hr: Saduceji; hu: Szadduceusok; hy: Սադուկեցիներ; id: Saduki; it: Sadducei; ja: サドカイ派; km: សាឌូស៊ី; ko: 사두개파; ln: Sadusé; lt: Sadukiejai; mg: Sadoseo; ml: സദൂക്യർ; nl: Sadduceeën; no: Saddukeere; pl: Saduceusze; pt: Saduceus; ro: Saducheu; ru: Саддукеи; sh: Saduceji; sk: Saducej; sl: Saduceji; sr: Садукеји; sv: Saddukéer; sw: Masadukayo; ta: சதுசேயர்; tl: Mga Saduceo; tr: Sadukiler; uk: Садукеї; ur: صدوقی; zh_yue: 撒都該人; zh: 撒都该人