αναδύομαι

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

ἀναδύομαι)
ανέρχομαι στην επιφάνεια του νερού
νεοελλ.
παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω
αρχ.
1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι
2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω
3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι
4. εγκαταλείπω, απαρνούμαι, αναιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δύομαι.
ΠΑΡ. ανάδυσις μσν. ἀναδυσμός.