αναστέλλω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
(AM ἀναστέλλω)
έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω
(νεοελλ.-μσν.) διακόπτω, σταματώ
μσν.
παραλύω μια σωματική ικανότητα
αρχ.
1. αναγκάζω σε υποχώρηση
2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου
β) αποχωρώ, μένω πίσω
γ) προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + στέλλω.
ΠΑΡ. ανασταλτικός, αναστολή
μσν.- νεοελλ.
ανάσταλμα
νεοελλ.
ανασταλτήριος, ανασταλτός, αναστολέας].