βωμίς
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of βωμός, step, Hdt.2.125.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 peldaño de una pirámide, Hdt.2.125, καὶ τὰς βωμίδα[ς τ] οῦ ναοῦ ἀνέθηκε ID 2226.16, cf. 290.128 (III a.C.), IG 11(2).166.4 (Delos).
2 base, pedestal de sarcófago SEG 17.632.1, 38.1424, Epigr.Anat.11.1988.71 (todas Perge, imper.)
•de estatua SEG 19.836.10 (Pisidia), de un monumento SEG 38.1398.6 (Perge).
German (Pape)
[Seite 469] ίδος, ἡ, dim. von βωμός, Stufe, Her. 2, 125.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit autel.
Étymologie: dim. de βωμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βωμίς -ίδος, ἡ βωμός trede, trap.
Russian (Dvoretsky)
βωμίς: ίδος ἡ архит. небольшое возвышение, уступ, «алтарек» Her.
Greek (Liddell-Scott)
βωμίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ βωμός, βαθμίς, Ἡρόδ. 2. 125.
Greek Monolingual
βωμίς, η (Α) βωμός
βαθμίδα, σκαλοπάτι.
Greek Monotonic
βωμίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του βωμός, σκαλοπάτι, βαθμίδα, σε Ηρόδ.