δευτερώνω

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

(AM δευτερῶ, -όω)
1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω
2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῦ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς»)
νεοελλ.
1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω
2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τον ξεπερνώ («... η Νιόβη που δεν τή δευτερώνει θεά στην περηφάνια»)
3. (για λόγο) ξαναλέω, επαναλαμβάνω
μσν.
φρ. «δευτερώνω ἄνδρα» — ξαναπαντρεύομαι
αρχ.
1. καταφέρω δεύτερο χτύπημα σε κάποιον
2. φονεύω
3. αλλάζω πορεία.