διανεμητικός
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
διανεμητική, διανεμητικόν,
A distributive, τινὸς εἰς ἴσα μέρη Pl.Ti.55a, cf. Andronic. Rhod.p.576M.; τὸ δ. δίκαιον Arist.EN1131b27; of persons, ib.1134a3.
II Pass., divisible, εἰς ἴσα δ. Plu.2.1003c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que reparte o distribuye de abstr., frec. ref. a la justicia ἕξις δ. τοῦ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ Pl.Def.411e, δικαιοσύνη δέ ἐστιν ἀρετὴ ψυχῆς δ. τοῦ κατ' ἀξίαν Arist.VV 1250a12, cf. EN 1134a3, Top.143a16, 145b36, Andronic.Rhod.576, τὸ ... δ. δίκαιον la justicia distributiva Arist.EN 1131b27, cf. 1132b24
•de pers. distribuidor τοῦ κατ' ἀξίαν ἑκάστοις Plb.6.6.10.
2 geom. que divide εἶδος στερεὸν ... δ. εἰς ἴσα μέρη καὶ ὅμοια una figura sólida que divide en partes iguales y semejantes la superficie de la esfera en que está inscrita, Pl.Ti.55a.
German (Pape)
[Seite 592] verteilend ; Plat. Tim. 55 a ὅλου εἰς ἴσα μέρη; Arist. Eth. 5, 9; δ. εἶναί τινος, bereit sein zu verteilen, Pol. 6, 6; – theilbar, Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui répartit, qui distribue, gén.;
2 que l'on peut partager, divisible.
Étymologie: διανέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διανεμητικός -ή -όν [διανέμω] verdelend, die verdeelt: met gen. en met εἰς + acc.:; ὅλου περιφεροῦς δ. εἰς ἴσα μέρη καὶ ὅμοια (een vaste vorm) die de hele omtrek in even grote en gelijkvormige delen verdeelt Plat. Tim. 55a; met dat. en met πρός + acc.: δ. αὑτῷ πρὸς ἄλλον wanneer hij in de positie is zaken tussen zichzelf en een ander te verdelen Aristot. EN 1134a3.
Russian (Dvoretsky)
διανεμητικός:
1 разделяющий, распределяющий (τινος εἰς ἴσα μέρη Plat.): δ. τοῦ κατ᾽ ἀξίαν Arst. воздающий по заслугам;
2 разделяющийся, делимый (εἰς ἴσα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διανεμητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν, τὴν ἰδιότητα, τὴν προθυμίαν εἰς τὸ διανέμειν, τινος εἰς ἴσα μέρη Πλάτ. Τιμ. 55Α· τὸ δ. δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, 2· ἐπὶ προσώπων, αὐτόθι 5. 5, 2. 2) παθητ., ὁ δυνάμενος νὰ διανεμηθῇ, Πλούτ. Ἠθ. 1033C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διανεμητικός, -ή, -όν) διανέμω
1. ικανός να διανέμει το σύνολο ή μέρος του συνόλου, μεριστικός
2. αυτός που μπορεί να διανεμηθεί
νεοελλ.
φρ. διανεμητικά αριθμητικά
α) στην Αρχαία Ελληνική, σύνθετα αριθμητικά που σχηματίζονται με την πρόθεση συν + το απόλυτο αριθμητικό για να εκφράσουν διανομή (π.χ. σύνδυο, σύντρεις
ανά δύο, ανά τρεις)
β) στη Νέα Ελληνική εκφράζονται είτε ως εμπρόθετοι προσδιορισμοί (ανά δύο, ανά τρεις κ.λπ.) είτε με διπλασιασμό του απόλυτου αριθμητικού (δύο δύο, τρεις τρεις κ.λπ.).
Greek Monotonic
διανεμητικός: -ή, -όν (διανέμω), κατανομικός, επιμεριστικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διανεμητικός, ή, όν adj διανέμω
distributive, Plat.