διαστίλβω

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστίλβω Medium diacritics: διαστίλβω Low diacritics: διαστίλβω Capitals: ΔΙΑΣΤΙΛΒΩ
Transliteration A: diastílbō Transliteration B: diastilbō Transliteration C: diastilvo Beta Code: diasti/lbw

English (LSJ)

gleam, Ar.Pax567, Nonn. D. 42.420; gleam through, Ar.Fr.8, AP5.47 (Rufin.), Plu.2.497e.

Spanish (DGE)

brillar, relucir αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar.Pax 567, πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι AP 5.48 (Rufin.), cf. Arist.Mir.830a16, Plu.2.497e, Nonn.D.26.168, 42.420, Chrys.M.56.535, Pall.V.Chrys.11.118
c. gen. brillar a través de διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ... πάντα τῆς ἐξωμίδος vemos brillar todo a través de su túnica Ar.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 604] durchschimmern, Ar. Pax 567; πάντα τῆς ἐξωμίδος fr. bei Poll. 10, 116; – Sp., wie Rufin. 36 (v, 48); Plut. am. prol. 5.

French (Bailly abrégé)

briller à travers.
Étymologie: στίλβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στίλβω helemaal glanzen.

Russian (Dvoretsky)

διαστίλβω:
1 светиться, блестеть (πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ χρυσίον διαστίλβει Plut.);
2 просвечивать, виднеться (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.).

Greek Monolingual

διαστίλβω (Α)
1. λάμπω, απαστράπτω, αστραποβολώ
2. λάμπω δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... ὅμως διαστίλβει τὸ χρυσίον» — ο χρυσός αστράφτει ακόμη κι αν είναι ανακατεμένος με χώμα, Πλούτ.).

Greek Monotonic

διαστίλβω: μέλ. -ψω, στίλβω, ακτινοβολώ, αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ ανάμεσα από, σε Αριστοφ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

διαστίλβω: στίλβω, λάμπω διὰ μέσου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Ἀποσπ. 114, Ἀνθ. Π. 5. 48.

Middle Liddell

fut. ψω
to gleam through, Ar., Anth.