διεξίημι
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
strengthened for ἐξίημι,
A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.
II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
1 tr. dejar pasar a través de διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος Hdt.4.203.
2 intr. desembocar ἐς θάλασσαν διεξιείς Th.2.102 (cód.).
German (Pape)
[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ pl. διεξῆκαν;
1 tr. laisser passer à travers : τινα διὰ τοῦ ἄστεος HDT qqn à travers la ville;
2 intr. se jeter dans en parl. d'un fleuve, avec ἐς et l'acc..
Étymologie: διά, ἐξίημι.
Russian (Dvoretsky)
διεξίημι: (aor. διεξῆκα)
1 позволять пройти, пропускать (τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος Her.);
2 (о реке), впадать (ἐς θάλασσαν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.
Greek Monolingual
διεξίημι (Α) εξίημι
1. αφήνω να περάσει ανάμεσα
2. (για ποτάμια) εκβάλλω, χύνομαι.
Greek Monotonic
διεξίημι: αόρ. αʹ -εξῆκα·
I. επιτρέπω τη διέλευση, σε Ηρόδ.
II. αμτβ. (ενν. αὑτόν), λέγεται για ένα ποτάμι, εκβάλλω, σε Θουκ.
Middle Liddell
aor1 -εξῆκα
I. to let pass through, Hdt.
II. intr. (sub. αὑτόν), of a river, to empty itself, Thuc.