Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζεφύριος

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεφῠριος Medium diacritics: ζεφύριος Low diacritics: ζεφύριος Capitals: ΖΕΦΥΡΙΟΣ
Transliteration A: zephýrios Transliteration B: zephyrios Transliteration C: zefyrios Beta Code: zefu/rios

English (LSJ)

ζεφύριον, sometimes also α, ον, ζεφύριος (cf. Ζεφυρίη),
A of the West or of the west wind, westerly, Id.CP2.3.1; τοῖς ζεφυρίοις (sc. ἀνέμοις) at the period of westwinds, Arist.HA618a7; western, τοῖχος Inscr.Délos 290.166 (iii B.C.), cf. IG12(5).126 (Paros, ii B.C.).
II ᾠὸν ζεφύριον wind egg, also ἀνεμιαῖον, ὑπηνέμιον, Arist.HA560a6, GA749b1.
III Ζεφύρια ἄκρα or Ζεφύριον, τό, name of a cape in Cyprus, Str.14.6.3, Ath.7.318d: Ζεφύριον, τό, cape in S. Italy, Str.6.1.7.

German (Pape)

[Seite 1138] ον (auch 3 Endgn, z. B. Ζεφυρίη, sc. πνοή, Westwind, Od. 7, 1191, den Westwind betreffend, Theophr.; – ᾠὰ ζεφύρια, Windeier, Arist. H. A. 6, 2 gener. an. 3, 1.

Russian (Dvoretsky)

ζεφύριος: и 2 (ῠ) зефировый, дующий с запада, западный (sc. ἄνεμοι Arst.): ζεφύριον ᾠόν Arst. неплодное яйцо, болтун.

Greek (Liddell-Scott)

ζεφύριος: ῠ, ον, ἐνίοτε καὶ α, ον (πρβλ. Ζεφυρίη)· - ἀνήκων εἰς τὰς δυσμὰς ἢ τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, δυσμικός, «δυτικός», Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 1· τοῖς ζ. (ἐνν. ἀνέμοις), κατὰ τὴν περίοδον τῶν δυσμικῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 28, 2. ΙΙ ᾠὸν ζ., «κλούβιο», ὡσαύτως ἀνεμιαῖον, ὑπηνέμιον, αὐτόθι 6. 2, 13, Γεν. Ζ. 3. 1, 5.

Greek Monolingual

-α, -ο, (AM ζεφύριος, -ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῖτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) ζέφυρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός
αρχ.
1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῖς ζεφυρίοις (ενν. ανέμοις)
κατά την περίοδο τών δυτικών ανέμων
2. φρ. α) «Ζεφύριος άκρα ή Ζεφύριον» — ονομασία ακρωτηρίου της Κύπρου
β) «ὠὸν ζεφύριον» — μη γονιμοποιημένο αβγό («ζεφύρια δὲ καλεῖται τά ὑπηνέμια ὑπό τινων», Αριστοτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. η ζεφυρίη (ενν. πνοή)
ο ζέφυρος, ο δυτικός άνεμος.