ζύθος

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

German (Pape)

[Seite 1141] (nach Phot. lex. p. 55, 9 ζῦθος, wie auch einzeln in den Ausgaben steht), τό, so dat. ζύθει, Plut. an. vitios. suff. 4 Strab. 3, 3, 7 (17, 1 steht bei Tauchn. ζύθῳ), Bier aus Gerste bereitet, bei den Aegyptiern, D. Sic. 1, 34. 4, 2; vgl. Her. 2, 77; ζύθος πύρινον, bei den Celten, Posid. Ath. IV, 152 c u. Theophr.

Greek Monolingual

ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, -ους, τὸ)
οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού της βύνης, μπίρα
αρχ.
είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω της σημασίας της (είδος αιγυπτιακού ποτού) η λέξη θεωρήθηκε αιγυπτιακής προελεύσεως. Εν τούτοις η ομοιότητά της προς το ζύμη κάνει πιθανή την υπόθεση αναγωγής της στην Ινδοευρωπαϊκή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυθοπώλης
νεοελλ.
ζυθεστιατόριο, ζυθοποιός, ζυθοπότης].