θεμιτεύω

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμῐτεύω Medium diacritics: θεμιτεύω Low diacritics: θεμιτεύω Capitals: ΘΕΜΙΤΕΥΩ
Transliteration A: themiteúō Transliteration B: themiteuō Transliteration C: themiteyo Beta Code: qemiteu/w

English (LSJ)

= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).

German (Pape)

[Seite 1194] s. θεμιστεύω.

Russian (Dvoretsky)

θεμῐτεύω: справлять по установленным обычаям (ὄργια Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).

Greek Monolingual

θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.

Greek Monotonic

θεμῐτεύω: = θεμιστεύω, σε Ευρ.

Middle Liddell

θεμῐτεύω, = θεμιστεύω, Eur.] [from θεμῐτός]