θολομιγής
From LSJ
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
θολομιγές, mixed with dirt, Onat. ap. Stob.1.1.39.
German (Pape)
[Seite 1214] ές, mit Schmutz, Schlamm vermischt, σῶμα θνητὸν καὶ θ. Onat. bei Stob. ecl. 1, 3, 38, mss. θολομογές.
Greek (Liddell-Scott)
θολομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ πηλοῦ, Ὀνάτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 98.
Greek Monolingual
θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην του μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αμιγής, αμφιμιγής, θερμο-μιγής.