κάβα

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η
1. αποθήκη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, ιδίως η υπόγεια
2. κατάστημα πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
3. το σύνολο τών οινοπνευματωδών ποτών διαφόρων ειδών, προελεύσεων και χρόνου παραγωγής, τα οποία αποθηκεύονται από ένα άτομο για ιδιωτική χρήση
4. μτφ. το αρχικό κεφάλαιο που κατατίθεται ή ορίζεται να κατατεθεί σε χαρτοπαίγνιο, ιδίως στο πόκερ
5. βοτ. κοινή ονομασία ενός είδους φυτών του γένους πέπερι και ονομασία του ριζώματος και τών ριζών τους, τών οποίων το εκχύλισμα χρησιμοποιούνταν ως αντισηπτικό του ουρογεννητικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cava. Η λ. ως κν. ονομασία στη βοτ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kava < kava «πικρός», διαλεκτικός τ. της Αυστραλασίας, όπου απαντά το φυτό αυτό].