κανόνι

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

(I)
το
1. πυροβόλο, τηλεβόλο
2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια»)
3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» — αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε πτώχευση, χρεωκόπησε
β) «το 'σκασε κανόνι»
(ιδίως για μαθητές) απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία
γ) «έφαγε το κανόνι» ή «το' φάγε» — απέτυχε στις εξετάσεις, απορρίφθηκε
δ) «είναι κανόνι» — είναι πολύ ικανός σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. canon < λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι». Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγένιο Βούλγαρι].
(II)
το (AM κανόνιον, Μ και κανόνι)
νεοελλ.
1. μικρός κανόνας, λεπτό σανίδι που καλύπτει τις κυψέλες τών μελισσών
2. μουσ. είδος νεώτερου κρουστού μουσικού οργάνου
μσν.
1. ειδικό όργανο που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για να ισιώσουν μιαν επιφάνεια, υπόδειγμα
2. μικρό σκυλί, κουτάβι
3. εξάρτημα του κρεβατιού
αρχ.
1. μικρή ράβδος για τη μέτρηση γραμμών και επιφανειών
2. διαβήτης, όργανο μετρήσεως τόξων, μοιρών
3. σταμίς.
4. διάγραμμα μαθηματικό για την εύρεση του Πάσχα
5. μουσ. μονόχορδο μουσικό όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανόν-ιον < κανών «ευθύγραμμη ράβδος» + υποκορ. κατάλ. -ιον].