Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καπνία

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνία Medium diacritics: καπνία Low diacritics: καπνία Capitals: ΚΑΠΝΙΑ
Transliteration A: kapnía Transliteration B: kapnia Transliteration C: kapnia Beta Code: kapni/a

English (LSJ)

ἡ, = κάπνη 1, Moer.292, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, Schol. Ar. Vesp. 151, u. κάπνιος, ἡ, eigtl. adj., mit u. ohne ἄμπελος, eine Rebenart mit dunklen, rauchfarbigen Trauben, Theophr. u. Sp. Vgl. κάπνεος.

Greek (Liddell-Scott)

καπνία: ἡ, = κάπνη, Μοῖρ. 292.

Greek Monolingual

η (Α καπνία)
νεοελλ.
1. η μουντζούρα από καπνό
2. το επίχρισμα από σωματίδια τών καυσαερίων τα οποία επικάθονται σε σωλήνες απαγωγής καπνού ή σε καπνοδόχους
3. νόσος τών φυτών
αρχ.
η καπνοδόχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. καπνία < κάπνη, μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kapinija «καπνοδόχος». Το νεοελλ. καπνιά < καπνός + επίθημα -ιά (πρβλ. λαδιά, μελανιά)].