Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάλαλος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλᾰλος Medium diacritics: κατάλαλος Low diacritics: κατάλαλος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΟΣ
Transliteration A: katálalos Transliteration B: katalalos Transliteration C: katalalos Beta Code: kata/lalos

English (LSJ)

ὁ, slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.

German (Pape)

[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάλαλος -ου, ὁ [κατά, λάλος] kwaadspreker.

Russian (Dvoretsky)

κατάλᾰλος:клеветник NT.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.

English (Strong)

from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.

English (Thayer)

καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)

Greek Monolingual

κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.

Greek Monotonic

κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατά-λᾰλος, ὁ,
a slanderer, NTest.

Chinese

原文音譯:kat£laloj 卡他-拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-說(者)
字義溯源:好說讒言的,造謠中傷的,誹謗人的,背後說人的;由 (κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋) 與 (ἀπολαλέω / λαλέω)*=說) 組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 背後說人的(1) 羅1:30