Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταζητώ

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

(AM καταζητῶ, -έω)
νεοελλ.
1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει
2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, -η, -ο
αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί
μσν.
1. ερευνώ, εξετάζω
2. ενεργώ ανάκριση
μσν.-αρχ.
ψάχνω να βρω, αναζητώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ζητώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].