κοπρολόγος
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ὁ, dung-gatherer, Ar. Pax9; scavenger, Arist.Ath.50.2: hence, dirty fellow, Ar.V.1184.
German (Pape)
[Seite 1483] Mist, Dünger sammelnd, Ar. Pax 9 Vesp. 1184. – Auch = κοπρίας, Harpocr., der unfläthige Reden führt.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui ramasse du fumier;
2 vidangeur en gén.
Étymologie: κόπρος, λέγω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπρολόγος -ου, ὁ [κόπρος, λέγω] mestverzamelaar, vuilnisman; als specificatie bij ἀνήρ:. ἄνδρες κοπρολόγοι mestmannen Aristoph. Pax 209.
Russian (Dvoretsky)
κοπρολόγος: ὁ уборщик навоза, чистильщик выгребных ям Arph., Arst.
Greek Monolingual
-ο (Α κοπρολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. βωμολόχος, αισχρολόγος
2. αυτός που γράφει κακοήθη αναγνώσματα ή έργα αισχρού περιεχομένου
αρχ.
1. αυτός που μαζεύει την κοπριά
2. οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης
3. βρόμικος, ακάθαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρολόγος, ηθικολόγος.
Greek Monotonic
κοπρολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που μαζεύει κοπριά, ακάθαρτος άνθρωπος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρολόγος: ὁ, ὁ συνάγων κόπρον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 9· ― ἐντεῦθεν, βρωμερός, ἄνθρωπος, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1184, Ἀριστ. Ἀποσπ. 408· πρβλ. κόπρειος, κοπρίας.