κυδνός
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
κυδνή, κυδνόν, = κυδρός, Hes.Th.328 (v.l. κυδρή), IG14.2117; v.l. for κυδρός, Hes.Op.257.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδρός, Beiwort der Dike, Hes. O. 259, l. d., wie auch bei Ath. III, 116 c u. Alcman. bei Schol. Pind. P. 4, 319 die v.l. κυδρός vorzuziehen scheint.
Russian (Dvoretsky)
κυδνός: Hes. = κυδρός.
Greek (Liddell-Scott)
κυδνός: -ή, -όν, ἔνδοξος, ἐπίθετ. εὑρισκόμενον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Ἡσ. Θ. 328, Ἔργ. κ. Ἡμ. 255, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 116C, ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἄνευ τῆς διαφ. γραφ. κυδρός.
Greek Monolingual
κυδνός, -ή, -όν (Α)
ένδοξος, φημισμένος («Διὸς κυδνὴ παράκοιτις», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του κυδρός, που εμφανίζει επίθημα -νος (πρβλ. αγνός)].
Greek Monotonic
κυδνός: -ή, -όν = κυδρός, σε Ησίοδ.