κύαρ

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύᾰρ Medium diacritics: κύαρ Low diacritics: κύαρ Capitals: ΚΥΑΡ
Transliteration A: kýar Transliteration B: kyar Transliteration C: kyar Beta Code: ku/ar

English (LSJ)

τό, a hole, as the eye of a needle, etc., Hp.Morb.2.33, cf. Acut. (Sp.) 61; orifice of the ear, Poll.2.86.

German (Pape)

[Seite 1522] ατος, τό, Höhle, Loch, Nadelöhr, Hippocr.; innere Öffnung des Ohres, Poll. 2, 86.

French (Bailly abrégé)

αρος (τό) :
trou, trou d'une aiguille.
Étymologie: Bailly donne pour le gén. κύατος ; idée de rondeur, cf. κύω, κύκλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύαρ -ος, τό oog van de naald. Hp.

Greek Monolingual

το (Α κύαρ, -ατος)
μικρή οπή, όπως η οπή της βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῦ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.)
2. το βαθύτερο σημείο του ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. η οπή της στομίδας του χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα του παραγναθιδίου
2. η οπή του αναβολέα από την οποία διέρχεται η αρτάνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε τ. κυFαρ < IE kuwr «τρύπα» και συνδέεται με αβεστ. sūra «τρύπα», αρμ. sor «οπή, κοιλότητα», λατ. cavus «κοίλος», caverna «κοιλότητα» — είναι επίσης συγγενής με τις λ. κύλα, κοῖλος, κῶος. Η ύπαρξη του συνθέτου ἔγ-κυαρ «έγκυος» ενισχύει τη σύνδεση της λ. κύαρ με τη λ. κυέω για σημασιολογικούς λόγους].

Greek (Liddell-Scott)

κύᾰρ: -ᾰρος, ὁ, (κύω) ὀπή, ὡς ἡ τῆς βελόνης κτλ., Ἱππ. 471. 52· κ. βελόνης ὁ αὐτ. ἐν 406. 42· τὸ ἐντὸς τοῦ τρυπήματος τοῦ ὠτὸς μέρος, Πολυδ. Β΄, 86.

Frisk Etymological English

[zie κυεω]
Grammatical information: n.
Meaning: eye of a needle, orifice of the ear (Hp., Poll.).
Origin: IE [Indo-European] [592] *kuh₂-r swell?
Etymology: Old r-stem, with thematic tranformation in Av. sūr-a- m. hole, lacuna (IE. *ḱūr-o-), further with other ablaut Arm. sor hole (IE. *ḱou̯er-o- ?); but hardly Lat. caverna (Etruscan ?; W.-Hofmann s.v.; diff. Specht Ursprung 350). An alternating l-stem is supposed in κύλα τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα H. (s.v.); further κοῖλος hollow from *κοϜιλ-ος. With sufflx Lat. cavus hollow (s. κοῖλος). See also on κῶος cave (s. v.). - The words are generally connected with the group of κυέω assuming a basic curvation (with inside c. > hollowing, resp. ouside c. > vaulting; s. Pok. 592ff., W.-Hofmann s. cavus). If there is a connection at all, we must rather start from a meaning blow (up); cf. Skt. śūna- swelled up, grown up, śū́na n. empty, lack, śūnyá- empty, hollow.

Frisk Etymology German

κύαρ: {kúar}
Grammar: n.
Meaning: Nadelöhr, Ohröffnung (Hp., Poll.).
Etymology: Alter r-Stamm, mit thematischer Umbildung in aw. sūr-a- m. Loch, lacuna (idg. *ḱūr-o-), außerdem mit anderem Ablaut in arm. sor Loch (idg. *ḱou̯er-o- o.ä.); dagegen kaum lat. caverna (etruskisch ?; W.-Hofmann s.v. m. Lit., anders Specht Ursprung 350). Einen alternierenden l-Stamm zeigt κύλα· τὰ ὑποκάτω τῶν βλεφάρων κοιλώματα H. (s.d.); ähnlich κοῖλος hohl aus *κοϝιλος. Ohne Sufflx u. a. lat. cavus hohl (s. κοῖλος), mit Dehnstufe κῶος Höhle (s. d.). — Die fraglichen Wörter werden allgemein zur Sippe von κυέω gezogen unter Annahme einer Grundbedeutung Biegung (woraus Einbiegung > Höhlung, bzw. Ausbiegung > Wölbung; s. WP. 1, 365ff., Pok. 592ff., W.-Hofmann s. cavus). Wenn Zusammenhang überhaupt besteht, ist vielmehr von einer Bedeutung aufblasen auszugehen, woraus innerlich aushöhlen; vgl. aind. śūna- angeschwollen, aufgewachsen, śū́nan. Leere, Mangel, śūnyá- leer, hohl.
Page 2,38