λαγανίζω
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
f.l. for γαληνίζω, Hp.Morb.Sacr.13.
German (Pape)
[Seite 2] Kuchen essen, Sp. Bei Hippocr. vom Winde, allmälig anfangen zu wehen, vielleicht λαγγανίζω, s. λαγγάζω.
French (Bailly abrégé)
manger des gâteaux.
Étymologie: λάγανον.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγᾰνίζω: κάμνω ὡς λάγανον, ὡς πλακοῦντα· ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξ. λαγγάζω.
Greek Monolingual
(Α λαγανίζω) λάγανον
νεοελλ.
καθαρίζω σιτάρι στο αλώνι με τη σκούπα
αρχ.
1. τρώω πίτες, λάγανα
2. (εσφ. γρφ.) (για άνεμο) γαληνίζω, γαληνεύω.