λωγάνιον
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
τό, dewlap of oxen, Ambraciote and Epirote word, Luc. Lex. 3, cf. Dionys. Utic. ap. Sch. l.c. — In Suid. λογάνιον sine expl., in Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fanon des bœufs.
Étymologie: DELG pê apparenté à λαγαρός.
German (Pape)
τό, die Wamme des Rindviehs, Luc. Lex. 3, nach dem Schol. epirotisch, Hesych. erkl. τῶν βοῶν τὸ ὑπὸ τὸν τράχηλον χάλασμα.
Russian (Dvoretsky)
λωγάνιον: τό бычачий подгрудок Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λωγάνιον: τό, τὸ ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῶν βοῶν κρεμάμενον μετὰ λίπους, λαμυρίς, Λατ. paleare, Λουκ. Λεξιφ. 3, ἔνθα ἴδε Σχολ. Παρὰ Σουΐδ. λογάνιον ἄνευ ἑρμηνείας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λωγάνιον. τῶν βοῶν τὸ ἀπὸ τῶν τραχήλων χάσμα».
Greek Monolingual
λωγάνιον και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α)
το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῦ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα που κρέμεται χαλαρά από τον λαιμό τών βοδιών» συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική ομάδα τών λαγαίω, λαγαρός και ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)lēg «είμαι χαλαρός, άτονος», πιθ. μέσω τών τ. λώγανον, λώγη. Ο τ. λωγάλιον προήλθε με αφομοίωση].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: dewlap (of oxen) (Luc. Lex. 3, sch.), also λωγάλιον (H.; cf. Specht Ursprung 351 n. 1) and λογάνιον (Suid.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps as "what hangs down (skin)" from λαγαίω, λαγαρός (s. vv.); the intermediate forms cannot be determined (*λώγανον, *λώγη?). Here (and to λάγνος lewd) also λωγάς πόρνη H.; Good argumentation by Persson Beitr. 1, 134 a. 2, 939; on λωγάνιον ibd. 1, 131. Wrong W.-Hofmann s. 2. lego: to λέγω collect, because orig.. *"beggar-woman".
Frisk Etymology German
λωγάνιον: {lōgánion}
Forms: auch λωγάλιον (H.; vgl. Specht Ursprung 351 A. 1) und λογάνιον (Suid.).
Grammar: n.
Meaning: Wamme (Luk. Lex. 3, Sch.),
Etymology: Letzten Endes als "die schlaff herabhängende (Haut)" zur Sippe von λαγαίω, λαγαρός (s. dd.); ebensowenig wie bei λωγάλιοι lassen sich die Zwischenglieder (*λώγανον, *λώγη) bestimmt feststellen. Hierher (und zu λάγνος geil) auch λωγάς· πόρνη H.; überzeugende Begründung von Persson Beitr. 1, 134 u. 2, 939; zu λωγάνιον ebd. 1, 131. Abzulehnen W.-Hofmann s. 2. lego (nach v. Blumenthal Hesychst. 25): zu λέγω sammeln, weil urspr. *"Bettlerin". —Wie λώγασος· ταυρεία μάστιξ H. zu beurteilen ist, bleibt unklar.
Page 2,151