μαλάκυνση
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
Greek Monolingual
η (Α μαλάκυνσις) μαλακύνω
το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα
νεοελλ.
1. εκθήλυνση
2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση της συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου από θρόμβωση ή από εμβολή («μαλάκυνση εγκεφάλου» — νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού, δευτεροπαθής στην απόφραξη της αρτηρίας που αιματώνει την προσβληθείσα περιοχή).