μεγαρικός

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεγαρικός, -ή, -όν) Μέγαρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική
η διάλεκτος τών Μεγάρων
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Μεγαρικοί
οι φιλόσοφοι της Μεγαρικής Σχολής
νεοελλ.
φρ. «Μεγαρική Σχολή» — φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα ο Ευκλείδης ο Μεγαρικός και η οποία είναι γνωστή κυρίως για την κριτική που άσκησε στην αριστοτελική φιλοσοφία και για την επίδραση της στη διαμόρφωση της λογικής τών Στωικών
αρχ.
φρ. α) «Μεγαρικοὶ κέραμοι» ή, απλώς, «μεγαρικά» — τα κεραμεικά σκεύη τών Μεγάρων
β) (κατά τον Ησύχ.) «Μεγαρικαὶ σφίγγες»
Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν».
επίρρ...
μεγαρικώς (Μ μεγαρικῶς)
με τον τρόπο τών Μεγαρέων.