μεταχείριση
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ μεταχείρισις, Α και μεταχείρησις) μεταχειρίζομαι
χρησιμοποίηση, χρήση
νεοελλ.
τρόπος συμπεριφοράς προς κάποιον
μσν.
1. χειρισμός, τρόπος ενέργειας
2. σφετερισμός, οικειοποίηση
3. εγχείρημα, επιχείρηση
4. (για τον Κυριακό δείπνο) συμμετοχή
αρχ.
1. ιατρική αγωγή, θεραπεία
2. ιατρ. τρόπος παρασκευής («μεταχείρισις επιπλάσματος», Ορειβ.).